ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ



Εσαγωγή


Μία από τις πρώτες ανάγκες του ανθρώπου υπήρξε η μέτρησις του χρόνου. Η τακτή εναλλαγή ημέρας καί νύκτας, ο διαδοχικός κύκλος των φάσεων της σελήνης, η αλληλουχία των εποχών πάντα σε σχέση με τις καθημερινές αγροτικές καί ποιμενικές ενασχολήσεις του, κίνησαν την επιθυμία του καταρτισμού ημερολογίων. Όλοι οι λαοί στην ιστορία των είχαν διάφορα συστήματα μετρήσεως καί διαιρέσεως του χρόνου καθένας ανάλογα με τον βαθμό της πολιτιστικής του αναπτύξεως. Άς εξετάσουμε καί συγκρίνουμε όμως τά κυριώτερα ημερολογια διαφόρων αρχαίων λαών.
 Ελληνικά μερολόγια
 Στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε ενιαίο ημερολόγιο, αλλά ξεχωρίζουν αυτά της Κρήτης, της Ιωνίας, της Δήλου καί τών Δελφών. Όμως το πληρέστερο όλων ήταν το Αθηναικό. Ήταν ημερολόγιο όπου περιείχε 12 σεληνιακούς μήνες με διάρκεια καθενός τις 29,5 ημέρες. Την παραλειπόμενη κλασματική διαφορά την προσθαφαιρούσαν εναλλάξ όπου ο ένας μήνας διαρκούσε 29 ημέρες [κοίλος μήνας] καί ο επόμενος 30 ημέρες [πλήρης μήνας). Ένα παράδειγμα
ΕΚΑΤΟΜΒΑΙΩΝ         30 ημερών
Σημερινή αντιστοιχία 15/7-15/8ου
ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ         29 ημερών
15/8-15/9ου
ΒΟΗΔΡΟΜΙΩΝ           30 ημερών
15/9-15/10ου
ΠΥΑΝΕΨΙΩΝ              29 ημερών
15/10-15/11ου
ΜΑΙΜΑΚΤΗΡΙΩΝ      30 ημερών
15/12-15/1ου
ΠΟΣΕΙΔΕΩΝ               29 ημερών *
15/1ου-15/2ου
ΓΑΜΗΛΙΩΝ                30 ημερών
15/2-15/3ου
ΑΝΘΕΣΤΗΡΙΩΝ          29 ημερών
15/3-15/4ου
ΕΛΑΦΗΒΟΛΙΩΝ        30 ημερών
15/4-15/5ου
ΜΟΥΝΙΧΙΩΝ              29 ημερών
15/5-15/6ου
ΘΑΡΓΗΛΙΩΝ              30 ημερών
15/6-15/7ου
ΣΚΙΡΟΦΟΡΙΩΝ          29 ημερών
15/7-15/8ου



Η πρώτη ημέρα κάθε μηνός ονομαζόταν νουμηνία καί η τελευταία ένη ή νέα. Οι ημέρες του μηνός είχαν διαιρεθή σε 3 περιόδους των 10 ημερών. Π.χ η πρώτη δεκάδα ονομαζόταν «αρχομένου του μηνός», η δεύτερη «μεσούντος« καί η τρίτη « μηνός παυομένου». Η εικοστή ημέρα κάθε μηνός ονομαζόταν δεκάτη προτέρα καί η 21η δεκάτη υστέρα. Όλες οι ημέρες ήταν αφιερωμένες σε θεούς [πχ  η νουμηνία στην Εκάτη, τον Απόλλωνα καί τον Ερμή, η εύη στην Εκάτη η 3η, 14η καί 20ή στην Αθηνά], όμως οι τρείς προτελευταίες ημέρες κάθε μηνός εθεωρούντο αποφράδες καί ήσαν αφιερωμένες στους νεκρούς καί στους θεούς του Άδη.
Στην αρχή, το ημερονύκτιο το υπολόγιζαν από την δύση του ηλίου, όμως από την εποχή των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου άρχιζε από την ανατολή καί το διαιρούσαν σε δύο 12ωρα. Γενικά, το ημερονύκτιο είχε 6 τμήματα ή καί περισσότερα, πρωί-μεσημβρία-δείλη για την ημέρα καί εσπέρα,νύκτα καί μέση νύκτα. Η διάρκεια των ωρών μεταβαλλόταν ανάλογα με τις εποχές. Στην αρχή το έτος άρχιζε από το χειμερινό ηλιοστάσιο, καί κατόπιν από το θερινό. Συμπερασματικά, κατά τον 5ον π.Χ αιώνα είχαμε ένα Αθηναικό ημερολόγιο  με έτος διαρκείας 354 ημερών καί για τον εναρμονισμό με την κίνηση του ηλίου προσετίθετο ο εμβόλιμος μήνας Ποσειδεών β΄[*]. Αυτή η παρεμβολή γινόταν σε κύκλο  8 επαναλαμβανόμενων ετών καί κατά το 3ο, 5ο καί 8ον έτος [μέγας ενιαυτός].
Συνεπώς ένας ενιαυτός περιέχει 99 μήνες [51 μήνες από 30 ημέρες καί 48 μήνες με 29 ημέρες]. Είχαμε λοιπόν απλά ένα έτος με 365 ¼ ημέρες. Μάλλον θεωρείται επινόησις του Τενέδιου αστρονόμου Κλεοστράτου. Όμως αυτή η εναρμόνησις με το ηλιακό έτος δεν συμφωνούσε ακριβώς με τον σεληνιακό μήνα καί για αυτό το λόγο επί Περικλέους οι αστρονόμοι Μέτων ο Αθηναίος καί ο Ευκτήμων πρότειναν νέα μεταρρύθμιση ως εξής
 Η περίοδος περιελάμβανε 19 έτη αποτελούμενα από 235 μήνες έκ των  οποίων οι 125 είναι πλήρεις καί οι 110 κοίλοι όχι όμως εναλλάξ αλλά με παράλειψη εκάστης 64ης ημέρας. Δηλαδή ο κύκλος του Μέτωνος περιείχε 6940 ημέρες. Δηλαδή η μέση διάρκεια ενός έτους είναι 365 ημέρες, 6 ώρες, 18’ , 56 δευτ καί 16/19 του δευτ, μία τιμή  κοντά στην πραγματική του ηλιακού έτους. Αυτή η μεταρρύθμιση έγινε αποδεκτή από τον Αθηναικό δήμο. Ο Μέτων συνέταξε καί ετήσιο ημερολόγιο, το λεγόμενο παράπηγμα όπου πιθανόν σημειώνονταν οι ισημερίες, οι τροπές, ώρες ανατολής καί δύσεως αστέρων κλπ.
Πρός μία μεγαλύτερη προσέγγιση με το ηλιακό έτος, η περίοδος του αστρονόμου Καλίπου απετελείτο από 76 έτη ελαττωμένη κατά 1 ημέρα, σωστή , αλλά όχι αποδεκτή από τον δήμο [330π.Χ].
Η τελευταία μεταρρύθμιση των Ελληνικών ημερολογίων έγινε το 150 π.Χ από τον Ίππαρχο. Είχε επινοήσει ακόμη μεγαλύτερο κύκλο εκ 304 ετών. Ναι μέν εμειώνετο η διαφορά του Καλίπου, όμως καί εδώ υπήρχε σφάλμα 1 ημέρας ανά 222 έτη.
Η αρχή του έτους δεν ήταν η ίδια για όλες τις πόλεις. Στην Σπάρτη η «πρωτοχρονιά» ήταν μετά από την πρώτη νουμηνία της φθινοπωρινής ισημερίας, στην Κέρκυρα κατά την εαρινή ισημερία, στην Θήβα μετά από την νουμηνία του χειμερινού ηλιοστασίου κλπ. Τά ονόματα των μηνών εδίδοντο αναλόγως με τά τοπικά έθιμα. Εις τάς Αθήνας η επίβλεψις της συνδέσεως του ημερολογίου σε συνδυασμό με την τέλεση ωρισμένων εορτών, ήταν ανατεθειμένη σε θρησκευτικό άρχοντα, τον ιερομνήμονα.  Σαν αρχή μετρήσεως των χρονολογιών οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν από το όνομα του πρώτου άρχοντος, στην Σπάρτη από τον κυριώτερο έφορο κλπ.
Κατά την εποχή των Αλεξανδρινών συγγραφέων [3ος αι π.Χ ], άρχισαν να αριθμούν τά έτη από την έναρξη της πρώτης ολυμπιάδος [776 π.Χ ] ή από Αλεξάνδρου [324 π.Χ] ή από Σελευκιδών [312 π.Χ ].

ΡΩΜΑΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ


Στην αρχή οι Λατίνοι είχαν το ημερολόγιο της πόλεως Alba Longa. Ήταν σεληνιακό ημερολόγιο δέκα μηνών των 30 καί 31 με διάρκεια 304 ημερών. Από εποχής Ρωμύλου τον πρώτο μήνα τον ονόμαζαν Μάρτιο προς τιμήν του θεού Άρεως [Mars ], τον δεύτερο μήνα Απρίλιο [ρήμα Αperta =ανοίγω. Ανοίγουν τότε οι βλαστοί των φυτών ], τον τρίτο Μάιο [Maja=Μαία=μητέρα του Ερμή] καί τον τέταρτο Ιούνιο [Juno=θεά Ηρα]. Ο πέμπτος μήνας το 44 π. Χ. ονομάστηκε Julius προς τιμήν του Ιουλίου Καίσαρος, ο έκτος μήνας από το 8 π. Χ. ονομάστηκε Augustus (Σεβαστός) προς τιμήν  τού αυτοκράτορος Οκταβιανού. Τα ονόματα των υπολοίπων μηνών ήταν όπως τα σημερινά, δηλ. September, October, November, December. Αργότερα από τον Νουμά προστέθηκαν οι μήνες Januarius από το θεό Ιανό και μετά ο Februarius από τις καθαρτήριες εορτές (Februar) οι οποίες ετελούντο αυτό το μήνα. Οι μήνες Μάρτιος, Μαίος, Ιούλιος και Οκτώβριος είχαν 31 μέρες, ο Φεβρουάριος 28 και οι υπόλοιποι 29.
Δηλαδή. το Ρωμαικό έτος είχε 355 μέρες. Περί το 400 π. Χ. η αρχή του χρόνου μεταφέρθηκε από την άνοιξη στο χειμερινό ήλιοστάσιο. Έτσι όμως το σεληνιακό έτος καθυστερούσε από το ηλιακό περισσότερο από 11 μέρες και γι’αυτό το λόγο προσέθεταν ανα δυο έτη ένα εμβόλιμο μήνα από 22 ή 23 ημέρες διαδοχικά και τα έτη αποτελούνταν από 355, 377, 355 και 378 ημέρες. Ο εμβολιμός μήνας ονομαζόταν Mercedonius. Έτσι μια ρωμαική τετραετία είχε 1465 μέρες όπου υπερτερούσε το ηλιακό έτος κατά μια ημέρα. Για διόρθωση αυτού του σφάλματος η Δεκανδρία αποδέχθηκε την οκταετηρίδα του αστρονόμου Κλεοστράτου.
Ο Ιούλιους Καίσαρ το 46 π. Χ. εισήγαγε νέο ημερολόγιο, το Ιουλιανό. Το Ιουλιανό ημερολόγιο περιλαμβάνει 365 και 1\4 ημέρες, το κλάσμα δε αποτελεί μια ημέρα ανα τετραετία προστίθετο μετά την 24 Φεβρουαρίου (ημέρα δίσεκτου). Έτσι όλοι οι μήνες είχαν εναλλάξ 30 και 31 ημέρες εκτός από το Φεβρουάριο με 29 ημέρες και 30 για τα δίσεκτα. Το Ιουλιανό ημερολόγιο είναι μεγαλύτερο του πραγματικού ηλιακού έτους κατά 11 πρωταλεπτά, 12 δεύτερα και 55. Έτσι κάθε 128 έτη είναι μεγαλύτερο κατά μια  ημέρα, και το σφάλμα αυτό διορθώθηκε με το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Το ρωμαικό ημερονύκτιο είχε δυο δωδεκάωρα και η ημέρα είχε 4 τρίωρα τμήματα όπου το πρώτο άρχισε από την ανατολή του ηλίου. Η νύχτα είχε 4 τρίωρα (Vigilias = Φυλακές) καί η πρώτη άρχιζε από τη δύση του ηλίου. Η πρώτη του μηνός η οποία άρχιζε με τη νέα σελήνη ονομάζετο καλένδαι, η 13η και 15η ημέρα της πανσελήνου ονομαζόταν idus, και η ημέρα του πρώτου τετάρτου της σελήνης ονομαζόταν nonae. Μερικές ημέρες ήταν αποφράδες (nefasti), όπως η 19η Φεβρουαρίου που ήταν αφιερωμένη στη λατρεία των νεκρών.  Οι Ρωμαίοι τα έτη τα καθόρισαν από τα ονόματα των υπάτων. Μετά όμως τα υπολόγιζαν από το έτος που κτίστηκε η Ρώμη, το 753 π. Χ.

 

Βαβυλωνιακό Ημερολόγιο

Από διάφορες ανασκαφές αποδείχτηκε ότι οι Ασσυροβαβυλώνιοι από την 4η π. Χ. χιλιετηρίδα είχαν ανεπτυγμένο ημερολόγιο. Στις ανασκαφές της Νινευί βρέθηκε μεγάλο αστρολογικό έργο από 72 πίνακες χρονολογούμενο από το 3780 π.Χ. . Έγινε γνωστό ότι το βαβυλωνιακό έτος το διαιρούσαν σε μήνες 30 ημερών όπου τα ονόματα και η σειρά τους μεταβάλλονταν μαζί με τις εποχές. Τα ονόματα των μηνών ήταν σχετικά με τις αγροτικές ασχολίες των κατοίκων δηλ, του ανθισμένου αγρού, της σποράς, της συγκομιδής κλπ. Το έτος των Βαβυλωνίων ήταν σεληνοηλιακό και η αρχή του σενέπιπτε κατ ρχάς με τη φθινοπωρινή ισημερία και ύστερα με την εαρινή. Δεν είναι γνωστό πως διαιρούσαν το μήνα ο οποίος άρχιζε με την εμφάνιση του πρώτου μηνίσκου της σελήνης . Δηλαδή δεν συνέπιπτε με την πραγματική ημέρα της νέας σελήνης. Το ημερονύκτιο δεν το διαιρούσαν σε 24 μέρη, αλλά διαφορετικά το υπελόγιζαν οι αστρονόμοι και διαφορετικά ο λαός. Στην κοινή του χρήση το διαιρούσαν σε 12 κασμπόν (δίωρα), κάθε ένα απ’αυτά σε 30 μέρη που ονομάζονταν ούζ [ ένα ουζ = 4 σημερινά λεπτά]. Δεν είναι ακριβώς γνωστή η έναρξη της ημέρας, διότι σε άλλους πίνακες άρχιζε τα μεάνυχτα για τις αστρονομικές ανάγκες και σε άλλους όταν έδυε ο ήλιος [λαική χρήσις]. Στους αρχαίους αυτούς πίνακες αναφέρονται μήνες 29 και 30 ημερών χωρίς όμως κανονική διαδοχή. Κατά τους χρόνους των Σελευκιδών η αρχή του έτους συνέπιπτε με την αρχή ενός μηνός, αλλά η ονομασία του συγκεκριμένου μηνός δεν ήταν ακριβώς γνωστή, είναι αποδεκτό όμως το γεγονός ότι το έτος άρχζε κατά την εαρινή ισημερία. Έτσι το Βαβυλωνιακό έτος είχε 360  ημέρες με 12 μήνες των 30 ημερών, αλλά η διαίρεση αυτή πιστεύεται ότι την χρησιμοποιούσαν η αστρολόγοι, ενώ ο λαός χρησιμποιούσε το σεληνιακό έτος. Γι’αυτό το λόγο η διάρκεια του έτους δεν ήταν σταθερή, αλλά τα κοινά έτη είχαν 353, 354 ή 355 ημέρες και τα εμβόλιμα 383, 384 ή 385 ημέρες. Η Βαβυλώνιοι χρονολογούσαν τα έτη τους από τη διακυβέρνηση των βασιλέων των ή από ένα σπουδαίο γεγονός.

 

Αιγυπτιακό Ημερολόγιο

Οι αρχαίοι Αγύπτιοι είναι ο μόνος  λαός, ο οποίος πρώτος χρησιμοποίησε το ηλιακό έτος. Σαν βάση της διαρκείας του τροπικού έτους καί του ημερολογίου χρησιμοποιήθηκαν οι επαναλαμβανόμενες ανά τακτά διαστήματα πλημμύρες του Νείλου οι οποίες ήταν άμεσα συνδεδεμένες με τις γεωργικές, οικονομικές κτλ. ασχολίες του λαού. Το έτος είχε 12 μήνες με 30 ημέρες κάθε μήνα και άλλες 5 οι οποίες ονομάζονταν επαγόμενες  για την εξίσωση της διαφοράς μεταξύ των 360 και 365 ημερών. Αυτές οι ημέρες ήσαν αφιερωμένες στις πέντε θεότητες Ώρον, Ίσιδα, Σέτ και Νέφθη. Οι δώδεκα μήνες διαιρούντο σε τρία τετράμηνα, τα οποία έπαιρναν τα  ονόματά των από τις γεωργικές ασχολίες και από τις πλημμύρες του Νείλου. Οι 360 ημέρες του έτους διαιρούνταν σε 36 δεκαήμερα, στα οποία προίστατο ένας αστέρας που ονομαζόταν Δέκανος. Ανώτατος Δέκανος ήταν ο Σείριος.  Όμως το τροπικό έτος διαρκούσε 365 και 1\4 ημέρες. Οι 24 ώρες του ημερονυκτίου, απεικονίζοντο από θεές , 12 ημερήσιες των οποίων οι θεότητες είχαν σαν σύμβολο τον ήλιο είς την κεφαλήν των και οι 12 νυχτερινές είχαν αστέρα . Σαν αρχή του ημερονυκτίου πιθανώς είχαν το πρωί. Οι Αιγύπτιοι χρονολογούσαν από τα έτη της βασιλείας των Φαραώ.

Εβραικό Ημερολόγιο

Από την εμφάνιση του Σημιτισμού , οι Εβραίοι γνώριζαν τον τρόπο της διαιρέσεως του χρόνου σε ημέρες και εβδομάδες. Σύμφωνα με το Ταλμούδ οι πρώτοι Εβραίοι χρησιμοποιούσαν ζωδιακό ημερολόγιο. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι μέχρι την έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο ο αριθμός 12 ήταν ιερός και οι μήνες αντιστοιχούν στις 12 φυλές του Ισραήλ. Μετά από την έξοδο ο Μωυσής εθέσπισε ένα ηλιακό ημερολόγιο διαρκείας 365 και 1\4 ημέρες, και τοποθέτησε τον έβδομο μήνα της Αιγύπτου σαν πρώτο του έτους. Έτσι το Μωσαικό Ημερολόγιο είχε  την πρώτη εξαμηνία 183 ημέρες και για τήν δεύτερη 182 ημέρες. Τήν διαφορά του 1|4 της ημέρας την προσέθεσε στα 28 έτη μια δίσεκτο εβδομάδα. Ο χρόνος (Σιονά) διαιρήτο σε δύο περιόδους, στο χειμώνα (χορέβ) και στο θέρος (κάιτζ). Την άνοιξη και το φθινόπωρο οι Εβραίοι την ονομάζουν σπέρμα και θερισμό. Κατ  ρχάς  οι Εβραίοι ως έναρξη του έτους είχαν τον μήνα Τισρί (7ος μήνας). Μετά απ’αυτά ο Μωυσής διέταξε να αρχίζει το έτος από τον μήνα Αβίβ ο οποίος αργότερα ονομάσθηκε Νισάν (από τη λέξη Νες =θαύμα). Έτσι λοιπόν ο μήνας Νισάν έμεινε σαν αρχή του ιερού έτους, η δε εβδόμη σελήνη του ενιαυτού δηλ. ο μήνας Τισρί του οποίου η πρώτη ημέρα ήταν Σάββατο, καθιερώθηκε σαν η αρχή του πολιτικού έτους. Μετά από την επάνοδόν των από την αιχμαλωσία των Βαβυλωνίων επανάφεραν σε χρήση το βελτιωμένο σεληνιακό ημερολόγιο των Χαλδαίων όπου το έτος αποτελείται από 12 ή καί ενίοτε από 13 μήνες [εμβόλιμος ].
Τά ονόματα των Εβραικών μηνών ήσαν Νισάν [Αβίβ ], Ιγιάρ, Σιβάν, Ταμούζ, Άβ,Ιλλούλ, Τισρί, Χεσβάγ, Κισλέβ, Τεβέτ, Σιεβάτ, Αδάρ καί ο εμβόλιμος Βεαδάρ. O εμβόλιμος μήν προστίθεται σε έναν χρονικό κύκλο 19 ετών. Η εβδομάς [σιαβούα ] είχε τις ημέρες Σάββατο[=από την Ασσυριακή λέξη sabatu] ή Σάββατα, πρώτη των Σαββάτων [ Κυριακή ], Δευτέρα, Τρίτη κλπ, η δε 6η ονομάσθηκε Παρασκευή [=ετοιμασία διά την αργία του μωσαικού Σαββάτου ]. Μετά από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ , οι διασκορπισθέντες ανά τον κόσμο Εβραίοι λησμόνησαν τελείως το ημερολόγιόν των, ώστε  να μην ήσαν σε θέση να υπολογίσουν τις ημέρες των εορτών των.

ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

  Το Μουσουλμανικό έτος περιλαμβάνει 12 σεληνιακούς μήνες από 30 καί 29 ημέρες εναλλάξ ως εξής


1.Μωχαρέμ    ημέρες 30
7.Ρεγκέμπ    ημέρες 30
2.Σαφέρ                       29
8.Σααμπάν                29
3.Ρεμπί ούλ Εβέλ        30
9.Ραμαντάν               30
4.Ρεμπί ούλ Αχίρ        29
10.Σεβάλ                   29
5.Τζεμαλί ούλ Εβέλ    30
11.Τζού έλ Κανέ       30
6.Τζεμαλί ούλ Αχίρ    29
12.Τζού έλ Χιτζέ        29
Κάθε μήνας αρχίζει με τη νέα σελήνη, και επειδή η διάρκεια του σεληνιακού μηνός είναι λίγο περισσότερο από 29,5 ημέρες για εξίσωση της διαφοράς κάθε 11 έτη σε μια περίοδο από 30 σεληνιακά έτη προστίθεται επιπλέον μια ημέρα. Έτσι το μουσουλμανικό ημερολόγιο διαφέρει από το Ιουλιανό κατά 10, 11 ή 12 ημέρες. Τα ονόματα των ημερών της εβδομάδος διαφέρουν για κάθε μουσουλμανικό λαό, η αρχή όμως της ημέρας υπολογίζεται από τη δύση του ηλίου και το ημερονύκτιο διαιρείται σε δύο δωδεκάωρα. Σαν αρχή της μουσουλμανικής χρονολογίας λαμβάνεται η Εγίρα, δηλ. η ημέρα κατά την οποία έφυγε ο Μωάμεθ από την Μέκκα και πήγε στην Μεδίνα (16 Ιουλίου 622 μ. Χ.).
Από τους μουσουλμανικούς λαούς οι Τούρκοι είχαν στην αρχή ένα σεληνιακό ημερολόγιο με 354 ημέρες και με οκταετή κύκλο, ούτως ώστε το δεύτερον, πέμπτον και έβδομον έτος είχαν 355 ημέρες. Από το 1676 εισήγαγαν το απλό ηλιακό έτος. Από το 1925 καθιερώθηκε επίσημα το Γρηγοριανό ημερολόγιο και η έναρξη της ημέρας καθορίστηκε να αρχίζει από το μεσονύκτιο

 Ημερολόγια άλλων λαών

* Το Κοπτικό ημερολόγιο που χρησιμοποιείται από τους Αιθίοπες και τους Αιγύπτιους κόπτες αποτελείται από 12 μήνες των 30 ημερών. Σε κάθε τετραετία προστίθεται και μία έκτη ημέρα, όπως και στο Ιουλιανό ημερολόγιο. Αρχή του έτους είναι η 29η Αυγούστου. Ως αρχή της χρονολογίας των δεν έχουν τη γέννηση του Χριστού ,αλλά το έτος 281 μ. Χ., η οποία λέγεται των Μαρτύρων. Οι  Αιθίοπες χρονολογούν τα έτη από του Ευαγγελισμού και 7 ή 8 χρόνια μετά τη γέννηση του Χριστού.
* Οι Πέρσες είχαν ηλιακό ημερολόγιο, που αποτελείται από 12 μήνες των 30 ημερών με 5 επαγώμενες ημέρες στα κοινά έτη και 6 ημέρες στα δίσεκτα. Δηλ. έχουν περίοδο 33 ετών που διαιρείται σε 7 τετραετηρίδες και μια πενταετηρίδα. Οι 7 τεραετηρίδες αποτελούνται από 3 κοινά έτη των 365 ημερών και από ένα δίσεκτο των 366 ημερών, και η πενταετηρίδα αποτελείται από 4 έτη κοινά και από 1 δίσεκτο.
* Οι Αρμένιοι χρησιμοποιούσαν το Αιγυπτιακό ημερολόγιο στην αρχή, ενώ μετά από την επίδραση του Βυζαντίου αποδέχτηκαν το Ιουλιανό. Μετά το 1923 το αντικατέστησαν με το Γρηγοριανό.
* Οι Κινέζοι και οι Ιάπωνες από τους προιστορικούς χρόνους είχαν έτος 360 ημερών και από της τρίτης χιλιετηρίδας το σεληνοηλιακό των 12 μηνών με 29 και 30 ημέρες διαδοχικά. Από το 1873 η Ιαπωνία εισήγαγε το Γρηγοριανό ημερολόγιο και η Κίνα από το 1918.
* Οι Ίνδοί στην αρχή είχαν μόνο σεληνιακό έτος και μετά χρησιμοποιούσαν σεληνοηλιακό από 12 μήνες .οπου προσέθεταν κάθε τριετία 13ο εμβόλημο μήνα.
* Οι Αρχαίοι Γερμανικοί λαοί πριν από τον εκχριστιανισμό των είχαν ένα ατελές σεληνοηλιακό έτος από 364 ημέρες.
* Οι ιθαγενείς της Αμερικής είχαν σεληνιακό ημερολόγιο.
* Οι Ρώσοι, όταν έγιναν Χριστιανοί, πήραν το Ιουλιανό ημερολόγιο.

Ημερολόγιο του Νουμά

 Ήταν σε εφαρμογή από τους Ρωμαίους από το 700 μέχρι το 44 π. Χ., ήταν σεληνιακό ημερολόγιο, και το έτος περιελάμβανε 354 μέρες των 12 μηνών που είχαν εναλλάξ 29 και 30 μέρες. Το κάθε έτος ακολουθούσε ένα ανώμαλο έτος που περιείχε 13 μήνες, δηλ. 12 κανονικούς και 1 μήνα από 22 ημέρες, ο οποίος παρεμβαλλόταν μεταξύ 23ης και 24ης Φεβρουαρίου. Με την πάροδο του χρόνου η διαφορά επέφερε το αποτέλεσμα να μη συμβαδίζουν οι χρονολογίες με τις εποχές. Ενώ οι Ρωμαίοι αριθμούσαν μήνα Μάρτιο, ευρίσκονταν εποχιακά στον χειμώνα και οι εορτές του θερισμού είχαν συμπέσει με το τέλος του χειμώνα.
Ιουλιανό ημερολόγιο
Αυτή η αταξία ανάγκασε τον Ιούλιο Καίσαρα το έτος 45 π. Χ. να προχωρήσει στη ρύθμιση του ημερολογίου. Γι’αυτό το λόγο προσεκάλεσε τον `Ελληνα αστρονόμο Σωσιγένη. Αυτός εγκατέλειψε το σεληνιακό έτος και βασίστηκε μόνο στο ηλιακό. Για την εναρμόνιση των πραγμάτων επιμύκηνε στην αρχή το έτος 45 π. Χ. ώστε να συμπεριλάβει συνολικά 445 ημέρες και οι εορτές να συμπέσουν με τις κατάλληλες εποχές. Αυτό το έτος ονομάστηκε έτος συγχύσεως. Η  διάρκεια του ηλιακού έτους [= το χρονικό διάστημα πού απαιτείται για μια πλήρη αποκατάσταση του ηλίου στον ίδιο αστέρα κατά την πορεία του στην εκλειπτική]. Βάσει των παρατηρήσεων του Σωσιγένους το χρονικό διάστημα  αυτό ανέρχεται σε 365,25 ημέρες.
Όμως για να μην υπάρχουν ελλιπείς ημέρες με δεκαδικούς, (0,25) θεωρείται οτι κάθε έτος διαρκεί 365 ημέρες εκτός από τα δίσεκτα έτη, τα οποία διαρκούν 366 ημέρες , καθώς προστίθεται στο Φεβρουάριο μια επιπλέον ημέρα ανά 4 έτη [0,25 Χ 4 ] . Δίσεκτο θεωρείται κατά το Ιουλιανό Ημερολόγιο κάθε τέταρτο έτος (365 ημέρες * 3 έτη + 366  ημέρες = 1461 ημέρες. 1461 ημέρες / 4 έτη = 365,25 ανά έτος). Ως πρακτικός κανόνας καθιερώθηκε να θεωρούνται δίσεκτα τα έτη, ο αριθμός των οποίων διαιρείται ακριβώς διά του 4 (2004, 2008, 2012 κλπ.). 
Κατά διαταγή του Ιουλίου Καίσαρος  έπρεπε να διατηρηθεί και ο θεσμός των 12 μηνών. Για το σκοπό αυτό προσετέθησαν σε μερικούς μήνες 1 ή 2 μέρες ακόμη, αλλά όμως δεν εθίγη ο μήνας Φεβρουάριος, που είχε 28 ημέρες, για να τακτοποιηθεί η  ανωμαλία στη λατρεία των Θεών του Άδη, στον οποίο ο Φεβρουάριος ήταν αφιερωμένος. Η επιπλέον όμως ημέρα, η 366η του τετάρτου έτους αποφασίστηκε να προστεθεί στον Φεβρουάριο. Όμως για να μην αλλοιωθεί η ονομασία των άλλων ημερών του μηνός αυτού, αποφασίστηκε να παρεμβληθεί μεταξύ 24ης και 25ης Φεβρουαρίου και να ονομαστεί η ημέρα αυτή δίσεκτη προ των καλενδών του Μαρτίου. Από αυτή την ονομασία της μέρας ονομάστηκαν αυτά τα έτη δίσεκτα. Συνεπώς το Ιουλιανό έτος είναι μια χρονική περίοδος ίση προς 365,25 ημέρες και ο Ιουλιανός αιώνας είναι ένα χρονικό διάστημα 100 Ιουλιανών έτων, δηλ. 3525 ημερών. Το Ιουλιανό ημερολόγιο κατ’αρχάς εφαρμόστηκε στη Ρωμαική Αυτοκαρτορία και ακολούθως σε όλα τα Χριστιανικά κκράτη. έθνη.

Γρηγοριανό ημερολόγιο


Το Ιουλιανό ημερολόγιο όμως έχει μεγαλύτερη διάρκεια της κανονικής, αφού η μέση διάρκειά του είναι 365 ημέρες και 6 ώρες, ενώ το τροπικό έτος έχει διάρκεια 365 μέρες, 5 ώρες, 48 λεπτά, 48 δευτερόλεπτα. (365,24,22,17). Η ετήσια διαφορά σε ημερήσιο κλάσμα είναι 0,007783 της ημέρας, δηλ. 11 λεπτά και 12 δευτερόλεπτα. Πιο συγκεκριμένα κάθε 4 έτη δεν θα έπρεπε να προστίθεται μια ολόκληρη ημέρα, αλλά μόνο 23 ώρες και 15 λεπτά περίπου. Επομένως κάθε 4 χρόνια προσθέτουμε περισσότερο 45 λεπτά,  και ανά 128 έτη μιαν επιπλέον ημέρα.
Κάθε 400 χρόνια η διαφορά  γίνεται 3 ημέρες, 2 ώρες και 43 λεπτά. Τον  16ο αιώνα η εαρινή ισημερία παρέκκλινε κατά 10 ημέρες από την προβλεπόμενη ημερομηνία στο Ιουλιανό Ημερολόγιο. Αυτή η διαφορά οφείλεται στην μεταπτωτική κίνηση της γής [ οι  συντεταγμένες των θέσεων των αστέρων οπισθοδρομούν στην ουράνιο σφαίρα κατά 50 δευτ της μοίρας ετησίως].  Η νέα αυτή διώρθωση  προτάθηκε από τον Aloysius Lilius, Ναπολιτάνο ιατρό, και θεσπίστηκε από τον  Πάπα Γρηγόριο ΙΓ',  από τον οποίο έλαβε  το όνομά του, τήν 24 Φεβρουαρίου του έτους 1582.
Το κίνητρο της Καθολικής Εκκλησίας στην αλλαγή του ημερολογίου ήταν να εορτάζεται το Πάσχα τον καιρό που πίστευαν ότι είχε συμφωνηθεί στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 325 μ.Χ.. Παρόλο που ένας κανόνας της Συνόδου υπονοεί ότι όλες οι εκκλησίες χρησιμοποιούσαν την ίδια ημερομηνία για το Πάσχα, δεν ήταν έτσι. Για παράδειγμα, η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας εόρταζε το Πάσχα την Κυριακή μετά την 14η ημέρα της σελήνης που πέφτει πάνω ή μετά από την εαρινή ισημερία, την οποία τοποθετούσαν στις 21 Μαρτίου. Ωστόσο, η Εκκλησία της Ρώμης ακόμα τοποθετούσε την ισημερία στις 25 Μαρτίου και χρησιμοποιούσε διαφορετική ημέρα της σελήνης. Μέχρι τον 10ο αιώναα,  οι περισσότερες εκκλησίες  είχαν υιοθετήσει το Αλεξανδρινό Πάσχα, το οποίο ακόμα τοποθετούσε την εαρινή ισημερία στις 21 Μαρτίου.
 Ακόμα χειρότερα, οι φάσεις της Σελήνης που χρησιμοποιούνταν για να υπολογιστεί το Πάσχα στο Ιουλιανό ημερολόγιο ήταν σταθερές με αποτέλεσμα να χάνεται μία ημέρα κάθε 310 χρόνια. Έτσι τον 16ο αιώνα, οι φάσεις του Σεληνιακού ημερολογίου απόκλιναν κατά τέσσερις ημέρες σε σχέση με τις πραγματικές.  Όταν το νέο ημερολόγιο εφαρμόσθηκε, για να διορθωθεί το σφάλμα που είχε ήδη ενσωματωθεί στην μέτρηση του χρόνου κατά τη διάρκεια των 13ων αιώνων από την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (που καθιέρωσε το Ιουλιανό ημερολόγιο), κρίθηκε σκόπιμο να παραλειφθούν δέκα ημέρες από το ηλιακό ημερολόγιο. Η τελευταία ημέρα του Ιουλιανού ημερολογίου ήταν η 4η Οκτωβρίου 1582 και η αμέσως επόμενη, και πρώτη του Γρηγοριανού ήταν η 15η Οκτωβρίου 1582
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν Ηλίου Ι. Πασσά{1948), τόμος 9.