Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Αστρονομίας.
Eγκυκλοπαδικό λεξικό «ΗΛΙΟΥ»
- Σ. Πλακίδης.
Αν και δεν είναι δυνατόν να καθορισθή μετ' ακριβείας πότε και πού δια πρώτην φοράν ο ουρανός και τα επ’ αυτού φαινόμενα εφείλκυσαν την προσοχήν του ανθρώπου, εν τούτοις δεν αφιστάμεθα της αληθείας εάν δεχθώμεν ότι η Αστρονομία εγεννήθη εις την αρχικήν κοιτίδα της ανθρωπότητος κατά τους αχλυώδεις χρόνους της προϊστορικής εποχής. Υπέρ της απόψεως ταύτης συνηγορεί το γεγονός ότι φαινόμενα τινά, ως η στερεότυπος εναλλαγή της ημέρας και της νυκτός, η ανατολή και η δύσις του Ηλίου, η αλληλουχία των φάσεων της Σελήνης, η διαδοχή των ωρών του έτους, η κατά διαφόρους εποχάς διάφορος όψις του στερεώματος, αι μερικαί ή ολικαί εκλείψεις του Ηλίου ή της Σελήνης, η κατά καιρούς εμφάνισις κομητών ή βροχών διαττόντων κτλ., ου μόνον δεν διέλαθον την προσοχήν του ανθρώπου, αλλά συν τω χρόνω αναλόγως των συναισθημάτων τα όποια εγέννων εν τη ψυχή του, ανέπτυξαν την παρατηρητικότητα και την περιέργειαν αυτού. Ούτως η πείρα αφ' ενός και αφ' έτερου η έφεσις προς γνώσιν των αιτίων και των αποτελεσμάτων με βασικόν σκοπόν την εκμετάλλευσιν των φαινομένων προς εξυπηρέτησιν πρακτικών αναγκών της καθημερινής ζωής ωδήγησαν τους πρώτους μελετητάς του ουρανού εις την ανακάλυψιν μεθόδων, δια των οποίων εκ της παρατηρήσεως των ουρανίων σωμάτων ήτο δυνατή η μέτρησις του χρόνου, η ρύθμισις ωρισμένων γεωργικών και κτηνοτροφικών εργασιών και τελικώς ο καταρτισμός πρωτογόνου ημερολογίου. Η ολονέν αισθητοτέρα ανάγκη της τελειοποιήσεως του ημερολογίου τούτου επί το ακριβέστερον επέβαλε την συστηματικωτέραν σπουδήν των άστρων, ήτις βαθμηδόν απέβη αποκλειστική απασχόλησις των αιωνόβιων πατριαρχών των διαφόρων φυλών. Εις το πλούσιον αρχείον της απέραντου μνήμης των πρώτων εκείνων Λευϊτών της Ουρανίας απεθησαυρίζοντο συνεχώς γεγονότα, διαπιστούντα όχι μόνον την στενήν αλληλοεξάρτησιν μεταξύ ουρανίων και επιγείων φαινομένων, άλλα συγχρόνως και την πλήρη αδυναμίαν του ανθρώπου όπως υποβάλλη υπό τον έλεγχον αυτού υπερκοσμίους εξελίξεις, διαδραματιζόμενος επί του στερεώματος. Η απόδοσις των εξελίξεων τούτων εις υπεράνθρωπους δυνάμεις αφ ενός μεν ετόνωσε το έμφυτον εν τη ανθρωπίνη ψυχή θρησκευτικόν συναίσθημα, αφ' έτερου δε εχάραξέ την κατεύθυνσιν προς την αστρολατρείαν, ενώ συγχρόνως η ιδέα της εξαρτήσεως της ανθρωπινής ζωής από τας επιταγάς του ουρανού εξεκόλαψε την Αστρολογίαν. Ούτως οι ιερείς, οι μάγοι και οι Αστρολόγοι είτε εν τη εκτελέσει των θρησκευτικών αυτών λειτουργιών, είτε εν τη προσπάθεια των όπως προείπωσι το μέλλον ωρισμένων προσώπων δια των λεγομένων ωροσκοπίων και της όψεως του στερεώματος εν γένει κατά την στιγμήν της γεννήσεως των προσκόπων τούτων υπήρξαν οι πολυτιμότατοι συλλογείς αμύθητου αξίας υλικού Αστρονομικών παρατηρήσεων, εκ του οποίου συν τη παρελεύσει των αιώνων συνήχθησαν διάφοροι εμπειρικοί νόμοι, διέποντες ωρισμένα αστρονομικά φαινόμενα.
Τας πρώτας αστρονομικός παρατηρήσεις δια γυμνού οφθαλμού ηκολούθησεν η ανακάλυψις του γνώμονας, ήτοι κατακόρυφου στύλου, όστις, όπως και τα δένδρα, ρίπτων την σκιάν του επί του εδάφους, εχρησίμευσε παρά την απλότητα του εις τον προσδιορισμού πλείστων βασικών αστρονομικών στοιχείων. Τοιούτοι γνώμονες ή οβελίσκοι εκ μονόλιθου, προερχόμενοι εκ, της Ασσυρίας ή της Αιγύπτου και φέροντες επιγραφάς δια σφηνοειδούς ή ιερογλυφικής γραφής, απαντώνται σήμερον ως διακοσμητικά των κεντρικών πλατειών εις τας πρωτεύουσας διαφόρων ευρωπαϊκών κρατών. Η εκ της χρήσεως του γνώμονος κτηθείσα πείρα εν τω προσδιορισμώ του χρόνου ωδήγησε τους μελετητάς του ουρανού εις την επινόησιν των ηλιακών ή σκιαθηρικώ ν λεγομένων ωρολογίων, εις τα όποια ο γνώμων, αντί να διευθύνεται κατακορύφως, έχει διεύθυνσιν παράλληλον προς τον άξονα του κόσμου.
Στοιχεία αστρονομικών
γνώσεων ανευρίσκονται εις όλους τους
πρωτογόνους λαούς της προϊστορικής
εποχής. Μεταξύ αυτών ιδιαιτέραν επίδοσιν
περί την σπουδήν του ουρανού, απαντώμεν
παρά τοις Σίναις, τοις Χαλδαίοις και
τοις Αιγυπτίοις. Πάντες ούτοι απεθησαύρισαν
επί μακράν σειράν αιώνων πολύτιμοι
υλικόν παρατηρήσεων, όπερ μεταγενεστέρως
εχρησίμευσεν ως πρώτη ύλη δια την
θεμελίωσιν της Αστρονομίας επί ασαλεύτων
νόμων. Χαρακτηριστικόν εν τούτοις της
συμβολής των ανατολικών λαών εις την
μελέτην του ουρανού αποτελεί ο
χρονογραφικός τύπος των παρατηρήσεων
αυτών, ήτοι η απλή κατά χρονολογικήν
σειράν σημείωσις διαφόρων αστρονομικών
φαινομένων (εκλείψεων Ηλίου η Σελήνης,
εμφανίσεων κομητών, πτώσεως βροχών
διαττόντων, συνόδων των μεγάλων πλανητών
κτλ) και η συσχέτισις αυτών προς
αξιοσημείωτα ιστορικά γεγονότα (πολέμους,
επιδημίας, σιτοδείας ή ευφορίας) ή προς
πρόσωπα αρχόντων και ηγεμόνων.
Επί τοιούτων μακραιώνων παρατηρήσεων εκλείψεων στηριζόμενοι οι Χαλδαίοι είχον ανακαλύψει τον λεγόμενον Σάρον ή Εξελιγμόν, ήτοι χρονικήν περίοδον 18 ετών και 11 ήμερων εντός της οποίας αι εκλείψεις επαναλαμβάνονται κατά την αυτήν σειράν.
Αξίοσημείωτον είναι το γεγονός ότι ουδείς εκ των ανατολικών λαών ησχολήθη εις την ερμηνείαν των αστρονομικών φαινομένων και την εμβάθυνσιν προς ανεύρεσιν των αιτίων εις τα οποία ταύτα οφείλονται. Η τιμή της επιστημονικής ερεύνης των αιτίων τούτων προς διατύπωσιν των διεπόντων τα ουράνια φαινόμενα νόμων οφείλεται εις τους Έλληνας, οι όποιοι, παραλαβόντες από τους ανατολικούς λαούς, ιδία δια των Φοινίκων, μαζί με τα σπέρματα του πολιτισμού των και τας πρώτας αστρονομικάς γνώσεις, διεμόρφωσαν την αστρονομίαν εις επιστήμην και εδωκαν εις αυτήν τοιαύτην ανάπτυξιν ώστε δικαίως και. η αστρονομία θεωρείται ως κατ' εξοχήν Ελληνική επιστήμη. Επί 22 αιώνας ήτοι από της 6ης π.Χ. εκατονταετηρίδος μέχρι της εποχής του Κοπερνίκου (1600 περίπου), η σπουδή των άστρων φέρει έκδηλον την σφραγίδα του Ελληνικού πνεύματος, πάν ό,τι δε και μέχρι σήμερον αποτελεί το θεμέλιον της αστρονομίας, έχει αναμφισβητήτως ελληνικήν την καταγωγήν. Περί της συμβολής των Ελλήνων σοφών εις την ερμηνείαν των ουρανίων φαινομένων θα ηδύνατο να λεχθή χωρίς φόβον υπερβολής ότι ούτοι ανεκάλυψαν σχεδόν πάν ό,τι θα ήτο ανθρωπίνως δυνατόν να αχθή εις το φως της γνώσεως δια του γυμνού οφθαλμού, της διαισθήσεως και της λογικής. Αναμφιβόλως οι Έλληνες της αρχαιότητος, όπως και οι σοφοί όλων των μεταγενεστέρων αιώνιον, υπέπεσαν εις πλάνας εκεί όπου δεν είχον την βοήθειαν των τεχνικών μέσων και ως εκ τούτου δεν ηδύναντο να εξασφαλίσουν την δια την λύσιν ωρισμένων προβλημάτων απαραίτητον ακρίβειαν εις τα δεδομένα της παρατηρήσεως. Είναι όμως αναντίρρητον το γεγονός ότι δια της διαισθήσεως και της λογικής έδωκαν εις την ανθρωπότητα την λύσιν των βασικών, όσον και πολυπλοκωτάτων, εκ των διαφόρων προβλημάτων του περί ημάς αστρικού κόσμου.Εν τω συνόλω των τα προβλήματα ταύτα αφορώσιν εις το σχήμα και τας κινήσεις της Γης και των λοιπών μελών του ημετέρου πλανητικού συστήματος, δοθέντος ότι τα ζητήματα το σχετικά προς τους απλανείς δεν απησχόλησαν την Επιστήμην, ειμή μόνον από της εποχής του Νεύτωνος, του Χάλλεϋ και ιδία του Χέρσελ. Τούτο οφείλεται εις το ότι οι απλανείς, ως και εκ του δοθέντος εις αυτούς ονόματος συνάγεται, μη παρουσιάζοντες αισθητήν μεταβολήν θέσεως, υπετίθεντο υπό των αρχαίων σοφών εις απείρους από της Γης αποστάσεις και εθεωρούντο ως αποτελούντες αναλλοίωτον συγκρότημα, το λεγόμενον στερέωμα. Τούτο, ως εκ της στερεοτύπου όψεως αυτού, δεν παρουσίαζεν ιδιαίτερον τι ενδιαφέοον, πλην του ότι εχρησίμευεν ως μέσον προς καθορισμόν των εκάστοτε θέσεων των πλανωμένων άστρων τη βοήθεια των απλανών, επεχόντων επί του ουρανού θέσιν ευκόλως αναγνωριζομένων οροσήμων.Τα κυριώτερα εκ των αφορώντων εις το ημέτερον πλανητικόν σύστημα προβλημάτων τα όποια έλυσαν μετ' επιτυχίας οι ημέτεροι πρόγονοι είναι τα ακόλουθα:
1 ) Σφαιρικότης, μοναχόν και αιώρησις της Γης εν τω διαστήματι.
Επί τοιούτων μακραιώνων παρατηρήσεων εκλείψεων στηριζόμενοι οι Χαλδαίοι είχον ανακαλύψει τον λεγόμενον Σάρον ή Εξελιγμόν, ήτοι χρονικήν περίοδον 18 ετών και 11 ήμερων εντός της οποίας αι εκλείψεις επαναλαμβάνονται κατά την αυτήν σειράν.
Αξίοσημείωτον είναι το γεγονός ότι ουδείς εκ των ανατολικών λαών ησχολήθη εις την ερμηνείαν των αστρονομικών φαινομένων και την εμβάθυνσιν προς ανεύρεσιν των αιτίων εις τα οποία ταύτα οφείλονται. Η τιμή της επιστημονικής ερεύνης των αιτίων τούτων προς διατύπωσιν των διεπόντων τα ουράνια φαινόμενα νόμων οφείλεται εις τους Έλληνας, οι όποιοι, παραλαβόντες από τους ανατολικούς λαούς, ιδία δια των Φοινίκων, μαζί με τα σπέρματα του πολιτισμού των και τας πρώτας αστρονομικάς γνώσεις, διεμόρφωσαν την αστρονομίαν εις επιστήμην και εδωκαν εις αυτήν τοιαύτην ανάπτυξιν ώστε δικαίως και. η αστρονομία θεωρείται ως κατ' εξοχήν Ελληνική επιστήμη. Επί 22 αιώνας ήτοι από της 6ης π.Χ. εκατονταετηρίδος μέχρι της εποχής του Κοπερνίκου (1600 περίπου), η σπουδή των άστρων φέρει έκδηλον την σφραγίδα του Ελληνικού πνεύματος, πάν ό,τι δε και μέχρι σήμερον αποτελεί το θεμέλιον της αστρονομίας, έχει αναμφισβητήτως ελληνικήν την καταγωγήν. Περί της συμβολής των Ελλήνων σοφών εις την ερμηνείαν των ουρανίων φαινομένων θα ηδύνατο να λεχθή χωρίς φόβον υπερβολής ότι ούτοι ανεκάλυψαν σχεδόν πάν ό,τι θα ήτο ανθρωπίνως δυνατόν να αχθή εις το φως της γνώσεως δια του γυμνού οφθαλμού, της διαισθήσεως και της λογικής. Αναμφιβόλως οι Έλληνες της αρχαιότητος, όπως και οι σοφοί όλων των μεταγενεστέρων αιώνιον, υπέπεσαν εις πλάνας εκεί όπου δεν είχον την βοήθειαν των τεχνικών μέσων και ως εκ τούτου δεν ηδύναντο να εξασφαλίσουν την δια την λύσιν ωρισμένων προβλημάτων απαραίτητον ακρίβειαν εις τα δεδομένα της παρατηρήσεως. Είναι όμως αναντίρρητον το γεγονός ότι δια της διαισθήσεως και της λογικής έδωκαν εις την ανθρωπότητα την λύσιν των βασικών, όσον και πολυπλοκωτάτων, εκ των διαφόρων προβλημάτων του περί ημάς αστρικού κόσμου.Εν τω συνόλω των τα προβλήματα ταύτα αφορώσιν εις το σχήμα και τας κινήσεις της Γης και των λοιπών μελών του ημετέρου πλανητικού συστήματος, δοθέντος ότι τα ζητήματα το σχετικά προς τους απλανείς δεν απησχόλησαν την Επιστήμην, ειμή μόνον από της εποχής του Νεύτωνος, του Χάλλεϋ και ιδία του Χέρσελ. Τούτο οφείλεται εις το ότι οι απλανείς, ως και εκ του δοθέντος εις αυτούς ονόματος συνάγεται, μη παρουσιάζοντες αισθητήν μεταβολήν θέσεως, υπετίθεντο υπό των αρχαίων σοφών εις απείρους από της Γης αποστάσεις και εθεωρούντο ως αποτελούντες αναλλοίωτον συγκρότημα, το λεγόμενον στερέωμα. Τούτο, ως εκ της στερεοτύπου όψεως αυτού, δεν παρουσίαζεν ιδιαίτερον τι ενδιαφέοον, πλην του ότι εχρησίμευεν ως μέσον προς καθορισμόν των εκάστοτε θέσεων των πλανωμένων άστρων τη βοήθεια των απλανών, επεχόντων επί του ουρανού θέσιν ευκόλως αναγνωριζομένων οροσήμων.Τα κυριώτερα εκ των αφορώντων εις το ημέτερον πλανητικόν σύστημα προβλημάτων τα όποια έλυσαν μετ' επιτυχίας οι ημέτεροι πρόγονοι είναι τα ακόλουθα:
1 ) Σφαιρικότης, μοναχόν και αιώρησις της Γης εν τω διαστήματι.
2) Η περιστροφή
της Γης περί τον άξονα αυτής.
3) Η περιφορά αυτής και των πλανητών περί τον Ήλιον.Η αυγή της Ελληνικής αστρονομίας πρέπει να αναζητηθή την μυθικήν εποχήν και ειδικώτερον εις τους χρόνους της Αργοναυτικής εκστρατείας. Ταύτης συμμετέσχον ο Κένταυρος Χείλον, όστις φέρεται πρώτος κατασκευάσας σφαίραν απεικονίζουαν τους αστερισμούς, και ο μαθητής αυτού Ηρακλής, ο όποιος — κατά τίνα ερμηνείαν του μύθου περί αρπαγής των χρυσών μήλων των Εσπερίδων — συνεπλήρωσε τας περί την αστρονομίαν γνώσεις του, μαθητεύσας επί τι διάστημα πλησίον του Άτλαντος.
Από της εποχής εκείνης οι Έλληνες, όπως και προ αυτών οι Φοίνικες, διαπλέουσι τας θάλασσας, προσανατολιζόμενοι κατά τον πλουν δια παρατηρήσεως των άστρων και ειδικώτερον του Πολικού Αστέρος. Την συμβολήν των άστρων ζητούν μέχρι σήμερον τόσον οι θαλασσοπόροι, όσον και οι αεροπόροι, προς προσδιορισμόν του λεγομένου «στίγματος», ήτοι των γεωγραφικών συντεταγμένων του σκάφους καθ' ωρισμένην στιγμήν, με μόνην την διαφοράν ότι μεταχειρίζονται τώρα τελειότερα μέσα δια την επίτευξιν μεγαλύτερος ακριβείας.
Κατά τον 6ον π. Χ. αιώνα ο εκ των επτά σοφών της Ελλάδος Θαλής ο Μιλήσιος και ο Αναξίμανδρος εισάγουν εις την πατρίδα των τας αστρονομικός γνώσεις των Βαβυλωνίων και των Αιγυπτίων. Ο πρώτος εξ αυτών προλέγει έκλειψιν Ηλίου, βασιζόμενος επί του διέποντος τας εκλείψεις, και γνωστού εις τους Χαλδαίους νόμου, του λεγομένου Σάρου, ενώ ο δεύτερος διδάσκει την χρήσιν του γνώμονος και εγκαθίστα ηλιακόν ωρολόγιον εν Σπάρτη. Ο ίδιος παραδέχεται άτι η Γη είναι μεμονωμένη και μετέωρος εις το διάστημα, κατά τινάς δε άτι αύτη αποτελεί το κέντρον, του κόσμου, γενόμενος ούτως ο εισηγητής και ιδρυτής της λεγομένης γεωκεντρικής θεωρίας, την οποίαν εδίδαξεν επίσης και ο Πυθαγόρας, όστις εδέχετο την Γην ακίνητον εις το κέντρον του Κόσμου.
Ο Πυθαγόρας και οι μαθηταί του κατά τον 5ον π. Χ. αιώνα πρεσβεύουν ότι η Γη έχει σχήμα σφαιρικόν. Η αλήθεια αύτη, ήτις, ως φαίνεται, ανεκαλύφθη μεν υπό του Πυθαγόρου, αλλ' εδημοσιεύθη το πρώτον υπό του Παρμενίδου (513 π Χ ), συνήντησεν επί ένα περίπου αιώνα σημαντικάς αντιρρήσεις, μόλις δε επί της εποχής του Πλάτωνος εγένετο κτήμα της επιστήμης.
Εις τους Πυθαγορείους οφείλεται προς τούτοις η εξήγησις του φαινομένου των εκλείψεων και των φάσεων της Σελήνης, καθώς επίσης η έννοια των ίδιων κινήσεων των πλανωμένων άστρων, η ανάλυσις της κινήσεως του Ηλίου εις ημερήσιον και ετησίαν και ανάλογος ερμηνεία των κινήοεων της Σελήνης και, των πλανητών. Εν τη προσπαθεία των όμως όπως δώσωσι γεωμετρικήν εξήγησιν των κινήσεων των άστρων οι Πυθαγόρειοι παρεδέχοντο κατ' αρχήν άτι η κίνησις οιουδήποτε άστρου δεν δύναται παρά να αποτελή συνδυασμόν ομαλών κυκλικών κινήσεων. Το σφάλμα τούτο, το οποίον προρέκυψεν εκ της κρατούσης φιλοσοφικής αντιλήψεως περί της περιφερείας του κύκλου ως της τελειότατης καμπύλης, επεκράτησεν ατυχώς επί μακρόν, έσχε δε ως αποτέλεσμα το να καταστήση την εξήγησιν των ουράνιων φαινομένων επί μάλλον και μάλλον δυσχερή και πολύπλοκον.
Παρά την αρχικήν εν τούτοις δοξασίαν περί ακινησίας της Γης δεν εβράδυναν οι Πυθαγόρειοι να δεχθώσιν όλως διάφορον υπόθεσιν, διότι κατά τον Αριστοτέλη (Περί Ουρανού 13, 12) : «Πυθαγόρειοι... ἐπὶ μὲν γὰρ τοῦ μέσου πῦρ εἶναι φασὶ, τὴν δὲ Γῆν ἕν τῶν ἄστρων οὖσαν, κύκλῳ φερομένην περί τὸ μέσον». («Οι Πυθαγόρειοι λέγουν ότι εις το μέσον υπάρχει το πυρ, ή δε Γη, ούσα, εν εκ των άστρων, διαγράφει κύκλον πέριξ του κέντρου»), Εξ άλλου κατά τον Πλούταρχον οι Πυθαγόρειοι εθεώρουν την Γήν «κύκλω περὶ τὸ πῦρ αἰωρουμένην». Ως εισηγητής της θεωρίας ταύτης φέρεται ο περί τα τέλη του 5ου π. Χ. αιώνος ακμάσας μαθητής του Πυθαγόρου, ο Φιλόλαος, όστις εκθρονίσας την Γήν από το κέντρον του κόσμου, τοποθετεί εκεί αυτί της Γης πυρίνην σφαίραν, την «Εστίαν», κατά τινάς μεν διάφορον ίσως του Ηλίου, πιθανώτατα όμως υπονοούσαν αυτόν. Ούτως η Γη κατατάσσεται υπό του Φιλολάου μεταξύ των άστρων και υποτίθεται φερομένη μετά των λοιπών πλανητών εκ Δ. προς Α. περί την κεντρικήν Εστίαν.
Εν τη διερεύνησει των κινήσεων των πλανωμένων άστρων σπουδαίαν συμβολήν παρέχει ο διάσημος της αρχαιότητος Αστρονόμος Μέτων ο Αθηναίος (περί τα 432 π.Χ), όστις ανακαλύπτει τον εκ του ονόματος αυτού επικληθέντα Μετώνειον Κύκλον, ήτοι περίοδον 19 ετών, ήτις επαναφέρει τας φάσεις της Σελήνης κατά. τας ιδίας εποχάς του τροπικού έτους.
Ο Πλάτων (427—347 π. Χ.), μη δεχόμενος αρχικώς την θεωρίαν του Φιλολάου δια να σώση, ως έλεγε, τα φαινόμενα παραδέχεται άτι οι πλανήται κινούνται ομαλώς επί κυκλικών τροχιών, εχουσών κέντρον το κέντρον της Γης, παραβλέπει όμως τας κινήσεις κατά πλάτος και τας κατά μήκος ανωμαλίας.
Τελειοιποιών την διδασκαλίαν του Πλάτωνος ο Εύδοξος ο Κνίδιος (409—356 π.Χ.), όστις φέρεται πρώτος συγγραψάς περιγραφήν των αστερισμών συνέλαβε το σύστημα των ομοκέντρων σφαιρών. Κατά το σύστημα τούτο έκαστος πλανήτης κινείται δια συστήματος σφαιρών, ομοκέντρων προς την Γην εκάστη των οποίων περιστρέφεται περί μίαν των διαμέτρων της αμέσως επομένης σφαίρας, ούτω δε παράγονται αι μεταβολαί των πλατών. Ο Κάλλιππος (κατά τον 4ον π.Χ. αιώνα) προσθέτει νέας ομόκεντρους σφαίρας προς εξήγησιν των κατά μήκος ανωμαλιών, Τέλος ο Αριστοτέλης (384 —322 π.Χ.) παραδεχόμενος το σύστημα του Ευδόξου ως είχε συμπληρωθή υπό του Καλλίππου περιπλέκει αυτό ακόμη περισσότερον δια της προοθήκης νέων σφαιρών.
Το σύστημα εν τούτοις των ομοκέντρων προς την Γην σφαιρών. ως απεδεικνύετο εκ των παρατηρήσεων, δεν ηδύνατο να εξηγήση την περιοδικήν μεταβολήν της λαμπρότητος των πλανητων και ειδικώτερον του Άρεως, δοθέντος ότι κατά το σύστημα τούτο η από της Γης απόστασις των σωμάτων τούτων υπετίθετο σταθερά. Ως εκ τούτου κατά τον Πλούταρχον ο Πλάτων περί τα τέλη του βίου του, προμηθευθείς τα συγγράμματα του Φιλολάου, μετέβαλε γνώμην και αποδεχθείς την θεωρίαν του τελευταίου τούτου, φέρεται «μεταμέλλειν, ὡς οὐ προσήκουσαν ἀποδόντι τῇ Γῆ τὴν μέσην χώραν», δηλαδή μετενόησεν, επειδή έως τότε κακώς ετοποθέτει την Γην εις το κέντρον του κόσμου.
Την θεωρίαν των ομοκέντρων σφαιρών αποκρούων επίσης και ο μαθητής του Πλάτωνος και σύγχρονος του Αριστοτέλους Ηρακλείδης ο Ποντικός, ο επιλεγόμενος δια τας δοξασίας του παραδοξολόγος, απέδιδεν όπως και τίνες εκ των Πυθαγορείων της εποχής του οπαδοί του Ικέτα και του Εκφάντου την ημερησίαν περιστροφήν του ουρανού εις την περιστροφήν της Γης περί τον άξονα του κόσμου «κινούμενης ἑκάστοτε ἡμέρας μίαν ἔγγιστα περιστροφήν». Κατά τον Σιμπλίκιον η λέξις «ἔγγιστα» δηλοί ότι ο Ηρακλείδης είχεν υπ' όψιν του έκτος της ημερησίας κινήσεως του Ηλίου κατά την ανάδρομον φοράν και την ετησία κίνησιν αυτού επί της εκλειπτικής κατά την ορθήν φοράν. Ούτως ο Ηρακλείδης, όπως και ο Αρίσταρχος βραδύτερον, διέκρινον την αστρικήν ημέραν από της ηλιακής, θεωρούντες την πρώτην ως παριστώσαν την διάρκειαν της περιστροφής της Γης περί τον άξονα αυτής.
Εξ άλλου κατά τον Ευσέβιον (XV, 58) : «Ἡρακλείδης ὁ Ποντικὸς καὶ Ἔκφαντος ὁ Πυθαγόρειος κινοῦσι μὲν τὴν Γῆν, οὐ μήν γε μεταβατικῶς, ἀλλὰ τροπικῶς τροχοῦ δίκην ἐν ἄξονι στρεφομένην ἀπὸ δυσμῶν ἐπ' ἀνατολάς περί τὸ ἴδιον αὐτῆς κέντρον». («Ο Ηρακλείδης ο εκ Πόντου και ο Έκφαντος ο Πυθαγόρειος θεωρούν την Γην κινουμένην, χωρίς βεβαίως, να αλλάσση θέσιν, αλλά στρεφομένην, όπως ο τροχός περί τον άξονα του, από δυσμών προς ανατολάς περί το κέντρον αυτής») Την τοιαύτην περί άξονα περιστροφήν της Γης δέχεται και ο Πλάτων (Τίμαιος XII, 40 β), όστις λέγει: «Γῆν δε, τροφόν ἡμετέραν, εἱλομένην περὶ τὸν διὰ παντός πόλον τεταμένον φύλακα καὶ δημιουργόν νυκτός τε καὶ ἡμέρας ἐμηχανήσατο (ὁ Θεός)». («Ο Θεός επενόησεν την τροφόν μας Γήν, στροβιλιζομένην επί τόπου περί τον πόλον του παντός, φύλακα και δημιουργόν της νυκτός και της ημέρας»).
Σχολή της Αλεξανδρείας.
Μέχρι του 3ου π.Χ. αιώνος εκείνο το όποιον χαρακτηρίζει κυρίως την μελέτην του ουρανού είναι η θεωρητική ερευνά προς εξήγησιν των φαινομένων, από της εμφανίσεως όμως της πλειάδος των Αλεξανδρινά αστρονομίαν εγκαινιάζεται η περίοδος, καθ' ην επιδιώκεται η εκτέλεσις παρατηρήσεων μετά μείζονος ολονέν ακριβείας.
Οι κυριώτεροι εκπρόσωποι της Αλεξανδρινής Σχολής είναι οι ακόλουθοι:
Ο μέγας γεωμέτρης Ευκλείδης (320 π.Χ), όστις μεταξύ άλλων καθορίζει τους διαφόρους βασικούς κύκλους της ουράνιας σφαίρας δια τον προσδιορισμόν των συντεταγμένων των άστρων.
Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος (περί τα 230 π.Χ.), όστις ασχολείται εις τον προσδιορκτμόν του λόγου των αποστάσεων της Γης από του Ηλίου και της Σελήνης, ως και του λόγου των διαμέτρων των τριών τούτων σωμάτων.
Εις τον διάσημον τούτον μελετητήν των άστρων οφείλεται η τιμή της σαφούς και απεριφράστου διατυπώσεως της ηλιοκεντρικής θεωρίας, καθ' ην ο Ήλιος ευρίσκεται εις το κέντρον του κόσμου, η δε Γη μετά των λοιπών πλανητών φέρονται κύκλω περί αυτόν.
Ως είδομεν ήδη ανωτέρω, κατά τον Αριστοτέλη, οι Πυθαγόρειοι πάρεδέχοντο πολύ προ του Αριστάρχου την Γήν ως εν των άστρων και φερομένην κύκλω περί το μέσον, όπου υπέθετον εδρεύον το πυρ ή την Εστίαν. Όπως ορθώς ισχυρίζεται ο ημέτερος Ευγένιος Μ. Αντωνιάδης, δια των λέξεων «πυρ» και «Εστία» οι Πυθαγόρειοι νοούν τον Ήλιον, συμφώνως όμως προς τον παρ' αυτοίς κρατούντα μυστικισμόν και την συνήθειαν όπως μεταχειρίζωνται αλληγορικάς εκφράσεις ενασμενίζονται εις την έκφρασιν διαφόρων αληθειών κατά τρόπον συγκεκαλυμμένον και τοιούτον, ώστε η διδασκαλία βασικών αρχών της επιστήμης να μη παρουσιάζεται απροκαλύπτως διαφωνούσα προς παραδεδεγμένας θρησκευτικάς ή φιλοσοφικάς δοξασίας της εποχής των. Εις ενίσχυσιν της απόψεως ταύτης έρχεται το ακόλουθον χωρίον του Ευσεβίου, όστις, ως λέγει ο Ε. Μ. Αντωνιάδης, ων κάλλιον παντός άλλου γνώστης των αρχαίων συγγραμμάτων, αναφέρει ότι: «Φιλόλαος ὁ Πυθαγόρειος (λέγει τὴν Γῆν) κύκλῳ περιφέρεσθαι περὶ τὸ πῦρ κατὰ κύκλου λοξοῦ». Τοιούτος «κύκλος λοξὸς» είναι η περί τον Ήλιον υπό γωνίαν προς τον ισημερινόν διαγραφόμενη υπό της Γης εκλειπτική. Κατά τον Σιμπλίκιον (Σχόλια εις τα «Περί ουρανού» του Αριστοτέλους II, 13, 229 β) και ο Αρχιμήδης, «ταύτης τῆς δόξης γέγονε», δηλαδή συνεμερίσθη την δοξασίαν του Φιλολάου, όστις ούτω φέρεται ως πρώτος εισηγητής της ηλιοκεντρικής θεωρίας.
Απόπειρα ευρυτέρας γενικεύσεως της ηλιοκεντρικής θεωρίας δύναται να θεωρηθή ο τρόπος, καθ' ον Ηρακλείδης ο Ποντικός εξηγεί κατά τον Χαλκίδιον πώς η Αφροδίτη άλλοτε μεν φαίνεται την πρωΐαν ως Εωσφόρος ή Αυγερινός, άλλοτε δε την εσπέραν ως "Έσπερος ή Αποσπερίτης. Τα αυτά φαινόμενα λόγω περιφοράς περί τον Ήλιον παρουσιάζει και ο Έρμης κατά τας δοξασίας Θέωνος του Σμυρναίου, όστις παρεδέχετο υπάρχουσαν: «Τὴ σφαῖαν τοῦ Ἡλίου, περὶ δὲ ταὺτην την τοῦ Στίλβοντος (τοῦ Ἑρμοῦ) εἶτα δὲ ἀμφοτἐρας περιεληφῖαν... τὴν τοῦ Φωσφόρου (τῆς Ἀφροδίτης)».
Τέλος ο Πρόκλος ο Διάδοχος θεωρεί τον Ερμήν και την Αφροδίτην «δορυφορούντας» τον Ήλιον.
Κατά τον Ιταλόν αστρονόμον Σκιαπαρέλλι,, ο Ηρακλείδης ο Ποντικός παρεδέχετο περιφερόμενους περί τον Ήλιον όχι μόνον τους εσωτερικούς, άλλα και τους εξωτερικούς πλανήτας, ήτοι τον Άρη, τον Δία και τον Κρόνον. Αν και ο ισχυρισμός ούτος δεν φαίνεται απορριπτέος, εν τούτοις θα έπρεπε να γίνη δεκτός μετά μεγάλης επιφυλάξεως, δοθέντος ότι ουδεμία περί της βασιμότητος αυτού περιεσώθη μαρτυρία εις τα αρχαία κείμενα.
Εκείνο το όποιον οι Πυθαγόρειοι διετύπωσαν αλληγορικώς, ο Πλάτων εδίδασκε συγκεκαλυμμένως και ο Ηρακλείδης επρέσβευε πιθανώτατα, διετυπώθη ρητώς και απεριφράστως υπό του Αριστάρχου κατά σαφή και κατηγορηματικήν μαρτυρίαν πέντε αυθεντικών πηγών: του Αρχιμήδους, του Πλουτάρχου, του Σέξτου του Εμπειρικού, του Στοβαίου και ενός ανωνύμου σχολιαστού του Αριστοτέλους. Ιδού πώς ο μέγας της Αρχαιότητος γεωμέτρης, ο Αρχιμήδης, εκθέτει την θεωρίαν του Αριστάρχου: «Αρίσταρχος.... ὁ Σάμιος ὑποτίθεται γὰρ τὰ μὲν ἀπλανέα τῶν ἄστρων καὶ τὸν Ἅλιον μένειν «ἀκίνητον, τὰν. δὲ Γᾶν περιφέρεσθαι περὶ τὸν Ἅλιον κατὰ κύκλου περιφέρειαν, ὅς ἐστιν ἐν μέσω τῷ δρόμῳ κείμενος». («Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος υποθέτει ότι εκ των άστρων οι απλανείς και ο Ήλιος μένουν ακίνητοι, η δε Γη γράφουσα περιφέρειαν κύκλου φέρεται πέριξ του Ηλίου όστις ευρίσκεται εις το κέντρον της τροχιάς»). Επίσης κατά τον Πλούταρχον, ο Αριστοτέλης δέχεται : «Ἐξελίττεσθαι δὲ κατὰ λοξοῦ κύκλου τὴν Γῆν ἅμα καὶ περὶί τὸν αὑτής ἄξονα δινουμένην». («Ότι η Γη κινείται επί κύκλου λοξού συγχρόνως δε περιστρέφεται πέριξ του άξονος αυτής»). Κατά τον αυτόν συγγραφέα, και ο Σέλευκος παραδέχεται τα αυτά («Σέλευκος καὶ ἀποφαινόμενος»).
Όπως όταν ο Αναξαγόρας καταρρίπτων τας άστρολατρικας δοξασίας και διδάσκων ότι ο Ήλιος είναι «μύδρος διάπυρος», οι δε αστέρες δεν είναι θεότητες, άλλα «γεώδεις», δηλαδή σώματα όπως η Γη, κατεδικάσθη υπό των αντιπάλων του επί αθεία, ούτω και ο Αρίσταρχος κατηγορήθη δια τας δοξασίας του υπό του στωικού φιλοσόφου Κλεάνθους επί ασεβεία και κατεδικάσθη εις θάνατον «ὡς κινῶν τὴν τοῦ κόσμου ἑστίαν (τήν Γῆν) καὶ ταράσσων οὕτω τὴν ἠρεμίαν τῶν Ὀλυμπίων».
Η μεγαλοφυία του Αριστάρχου, ως φαίνεται εκ των υστέρων, προέτρεξε κατά πολύ της εποχής του τολμηρού και καινοτόμου τούτου μελετητού του ουρανού. Η ηλιοκεντρική θεωρία του, ελλείψει των απαραιτήτων στηριγμάτων, συνήντησεν ευθύς αμέσως όχι μόνον αντιρρήσεις, άλλα μάλλον αδιαφορίαν εκ μέρους των κάστοτε σοφών, οι όποιοι ή δεν ήθελον ή δεν ετόλμων να αποκτώσι της διδασκαλίας κορυφαίων εκπροσώπων της διανοήσεως οίοι ήσαν ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης. Ούτως η θεωρία του Αριστάρχου παρέμεινεν ως αιρετική ούτως ειπείν δοξασία, χωρίς εν τούτοις ούτε να λησμονηθή ούτε να παύση έχουσα οπαδούς, έστω και αν ούτοι απήρτιζον ολιγομελή τίνα μειοψηφίαν έναντί των αντιφρονούντων. Ότι η θεωρία του Αριστάρχου επέτησε δια μέσου των αιωνών συνάγεται εκ του γενονότος ότι μετά τον Σέλευκον, όστις ησπάζετο αυτήν κατά τόν 2ον π.Χ. αιώνα, εμφανίζεται ως ενστερνιζόμενος αυτήν και ο εστεμμένος φιλόσοφος και λάτρης της αρχαίας Ελλάδος αυτοκράτωρ του Βυζαντίου Ιουλιανός ο Παραβάτης ή αποστάτης (331—363 μ.Χ), στις εν συγγράμματι αυτού προς «Βασιλέα Ἥλιον» ομιλών περί του Ηλίου λέγει: «Οἵ τὲ γὰρ πλάνητες, εὔδηλον ὅτι περὶ αὐτόν δηλαδή τὸν Ἥλιον) χορεύοντες». («Είναι φανερόν ότι και οι πλανήται χορεύοντες περί αυτόν (δηλαδή τον Ήλιον)...»).
Έκτοτε η ηλιοκεντρική θεωρία του Αριστάρχου δεν φέρεται υποστηριζόμενη από ευθαρσείς υποστηρικτάς, ειμή μόνον υπό του καρδιναλίου Νικολάου Κούζα (1401—1464) και υπό του μοναχού Νικολάου Κοπερνίκου (1472—1543), όστις μάλιστα συστηματικώς αποσιωπών τα ονόματα των Ελλήνων φιλοσόφων και ειδικώτερον, το όνομα του Αριστάρχου, εμφανίζεται ως σφετεριστής της σπουδαίας ανακαλύψεως του Σαμίου αστρονόμου, η οποία κακώς φέρεται σήμερον πολλαχού ως «Κοπερνίκειον σύστημα κόσμου».
Ετέραν δόξαν της Αλεξανδρινής Σχολής αποτελεί ο Ερατοσθένης (270 π.Χ.), όστς τη βοήθεια αρθρωτών κύκλων, φερόντων διηρημένον άντυγα, μετρεί τας ισημερινάς συντειαγμένας των άστρων και προσδιορίζει την λόξωσιν της εκλειπτικής. Ο ίδιος, γνωστής ούσης της εις στάδια αποστάσεως μεταξύ Αλεξανδρείας και Συήνης (Ασσουάν), προσδιορίσας την διαφοράν των γεωγραφικών πλατών των δύο τούτων πόλεων, εύρε μέ καταπληκτικήν δια την εποχήν του ακρίβειαν το μήκος τόξου μιας μοίοας μεσημβρινού της Γης και συνεπώς τας διαστάσεις αυτής, γενόμενος ούτως ο πατήρ της Γεωδαισίας.
Σπουδαίαν ουμβολήν εις την σπουδήν του ουρανού προσφερει περί τα 240 π.Χ. ο Απολλώνιος δια των σπουδαίων μαθηματικών αυτού εργασιών επί των κωνικών τομών. Ούτος, προσπαθών να εξηγήση τα φαινόμενα των πλανητών, εισηγείσαι την χρήσιν των επικύκλων και των έκκεντρων. Το σύστημα αυτού παρεδέχθη βραδύτερον ο Ίππαρχος και συστηματοποίησε ο Πτολεμαίος. .
Όλως εξέχουσαν θέσιν εν τη καθόλου ιστορία της Ελληνικής Αστρονομίας κατέχει ο περί τα 130 π.Χ. ακμάσας Ίππαρχος ο εκ Βιθυνίας της Μικράς Ασίας. Ούτος είναι ο μέγιστος εκ των παρατηρητών της αρχαιότητος, δικαίως δε θεωρείται ως ο πατήρ της Αστρονομίας και ο πραγματικός θεμελιωτής αυτής. Εις τον Ίππαρχον αποδίδεται η ανακάλυψις της τριγωνομετρίας, η εισαγωγή της διαιρέσεως του κύκλου εις 360 μοίρας, η χρήσις των γεωγραφικών συντεταγμένων, η εφαρμογή της στενογραφικής προβολής κτλ.
Ασχολούμενος εις τον προσδιορισμόν της διαρκείας του τροπικού έτους και εις την μέτρησιν των εκλειπτικών συντεταγμένων των απλανών, ήχθη εις την θεμελιώδους σημασίας ανακάλυψιν του φαινομένου της μεταπτώσεων των ισημεριών επί του όποιου στηρίζεται όλόκληρον το σημερινόν οικοδόμημα της Αστρονομίας θέσεως.
Μεταξύ των σπουδαιότατων εργασιών του Ιππάρχου καταλέγονται και τα εξής: Ο προσδιορισμός της διαρκείας του τροπικού έτους, της ανισότητος τών ωρών του έτους, της θέσεως του απογείου του Ηλίου και των κατά μήκος ανωμαλιών της Σελήνης και του Ηλίου. Επί πλέον ο Ίππαρχος προσδιώρισε την παράλλαξιν της Σελήνης και την μέσην κίνησιν των πλανητών, υπελόγισε διαφόρους εκλείψεις και υπήρξεν ο πρώτος, όστις συνέταξε κατάλογον των απλανών, πράγμα το όποιον αποτελεί γεγονός άξιον θαυμασμού κατά τον Πλίνιον, όστις ιστορεί τα κατά τον θεμελιωτήν της Αστρονομίας.
Κατά τον 1ον π.Χ. αιώνα ακμάζει εν Αλεξάνδρεια ο Σωσιγένης, όστις κατέστη διάσημος δια την μεταρρύθμισιν του ημερολογίου, την οποίαν εξεπόνησεν εντολή του Ιουλίου Καίσαρος. Εις τον αυτόν αστρονόμον οφείλεται η ανακάλυψις των περιοδικών μεταβολών των φαινομένων διαμέτρων του Ηλίου και της Σελήνης.
Κατά τον 2ον μ. Χ. αιώνα εμφανίζεται νέα μεγίστου επιστημονικού κύρους φυσιογνωμία, ο Κλαύδιος Πτολεμαίος. Ούτος συγκεντρώνει και συμπληρώνει το έργον όλων των προκατόχων του και ειδικώτερον του Ιππάρχου. Τελειοποιεί την τριγωνομετρίαν και τα διάφορα όργανα ατών αστρονομικών παρατηρήσεων. Εξηγεί το φαινόυενον της μεταπτώσεως των ισημεριών και ανακαλύπτει νέαν ανωμαλίαν εν τη κινήσει της Σελήνης, την λεγομένην πορείαν. Μελετών τας κινήσεις των πλανητών προσδιώρισε την προς την εκλειπτικήν κλίσιν της τροχιάς εκάστου εξ αυτών, την θέσιν των αψίδων και τον λόγον των αξόνων των πλανητικών τροχιών προς τον άξονα της τροχιάς της Γης.
Το όλον περί την Αστρονομίαν έργον του Πτολεμαίου συνοψίζεται εν τω περιφήμω συγγράμματι αυτού, όπερ επιγράφεται: «Μεγάλη Μαθηματική Σύνταξις». Το σύγγραμμα τούτο επί 14 ολόκληρους αιώνας απετέλεσε την μόνην αυθεντικήν πηγήν αστρονομικών γνώσεων και εθεωρείτο ως το Ευαγγέλιον, ούτως ειπείν, της Αστρονομίας. Εξ αυτού εδιδάχθησαν την κατ' εξοχήν Ελληνικήν Επιστήμην των άστρων μαζί με άλλα στοιχεία πολιτισμού τόσον οι Άραβες, όσον και οι λαοί της Δύσεως. Οι πρώτοι μάλιστα τη βοηθεία αραβομαθών Βυζαντινών μετέφρασαν το σύγγραμμα του Πτολεμαίου και είχον αυτό εν κοινή χρήσει υπό το όνομα «Αλ-Ματζέστ» εκ του «ἡ Μεγίστη», όθεν πολλαχού η Μεγάλη Μαθηματική Σύνταξις του Πτολεμαίου φέρεται ως Αλμαγέστη.
Εν τω συγγράμματι τούτω ο Πτολεμαίος, θέλων να δώση ικανοποιητικήν ερμηνείαν εις τα φαινόμενα, τα όποια δεν ήτο δυνατόν να εξηγηθώσι τόσον δια της γεωκεντρίκής, όσον και δια της ήλιοκεντρικής θεωρίας, Εκθέτει νέον σύστημα κόσμου, ιδίας αυτού επινοήσεως, όπερ εκ του εισηγητού αυτού ωνομάσθη Πτολεμαϊκόν.
Κατά το σύστημα τούτο η Γη υποτίθεται ακίνητος εις το κέντρον του κόσμου. Πέριξ αυτής κινείται ο Ήλιος, διαγραφών εντός του έτους κυκλικήν τροχιάν την εκλειπτικήν. Προκειμένου περί των πλανητών, η κίνησις εκάστου εξ αυτών προέρχεται εκ του συνδυασμού δύο ομαλών κυκλικών κινήσεων. Έκαστος πλανήτης δηλονότι διαγράφει κινητόν κύκλον, τον λεγόμενον επίκυκλον, καθ' ον χρόνον το κέντρον του επικύκλου διαγραφεί περί την Γήν ως κέντρον έτερον κύκλον μεγαλύτερας ακτίνας, τον καλούμενον έκκεντρον. Τα μήκη ατών ακτίνων εκάστου επικύκλου και έκκεντρου λαμβάνονται αυθαιρέτως, ο λόγος όμως αυτών είναι ωρισμένας δι έκαστον πλανήτην. Τέλος προς εξήγησιν ατών βορείων και των νοτίων πλατών εκάστου πλανήτου υποτίθεται ότι το επίπεδον εκάστου έκκεντρου σχηματίζει μικράν γωνίαν μετά της εκλειπτικής, όπως επίσης και το επίπεδον εκάστου επικύκλου μετά του οικείου έκκεντρου και ότι ή γωνία αύτη μεταβάλλεται καθ' όσον το κέντρον του επικύκλου διαγράφει τον έκκεντρον.
Ούτως ο Πτολεμαίος δια συνδυασμών κινήσεων κατώρθωσε να «σώση τα φαινόμενα» και να επιτύχη λύσιν του προβλήματος των πλανητικών κινήσεων εξασφαλίζουσαν κάλλιον πάσης άλλης προγενεστέρας την συμφωνίαν μεταξύ υπολογισμού και παρατηρήσεως. Η λύσις αύτη. ως ικανοποιούσα τας απαιτήσεις των αστρονόμων δια μακράν σειράν αιώνων, εγένετο ασπαστή και ούτω το Πτολεμαϊκόν σύστημα παρέμεινεν εν ισχύϊ επί πολλάς εκατονταετηρίδας.
Παρά την διάδοσιν του Πτολεμαϊκού συστήματος δια του κύρους της Μεγάλης Συντάξεως, το σύστημα ατών ομοκέντρων σφαιρών, παρά την ανεπάρκειαν αυτού προς εξήγησιν θεμελιωδών φαινομένων, ηρίθμει πολλούς υποστηρικτάς επί δύο περίπου χιλιετηρίδας, επειδή ήτο σύμφωνον προς τας περί κόσμου ιδέας του Αριστοτέλους, του οποίου ουδείς ετόλμα να αμφισβητήση το κύρος. Η πάλη μεταξύ των δύο συστημάτων εξηκολούθησε μέχρι ατών μέσων περιττού του 16ου αιώνος, οπότε αμφότερα κατέπεσαν δια της οριστικής επικρατήσεεως του ηλιοκεντρικού συστήματος του Αριστάρχου, αχθέντος εις το φως υπό του εκ Θόρν της Πολωνίας μοναχού Νικολάου Κοπερνίκου.
Βυζαντινή περίοδος.
Γενικώς ειπείν από του θανάτου του Πτολεμαίου μέχρι του Κοπερνίκου η Αστρονομία παρέμεινεν επί 13 σχεδόν αιώνας στάσιμος και τούτο δια διαφόρους λόγους, εξ ων κυριώτεροι είναι οι έξης:
α) Το απρόσβλητον κύρος δύο γιγάντων της ανθρωπινής διανοήσεως, οίοι ήσαν ο Αριστοτέλης και ο Πτολεμαίος. Ποίος ηδύνατο να ισχυρισθή ότι αι δοξασίαι των ήσαν πεπλανημένοι, χωρίς να διατρέχη τον κίνδυνον να κίνηση τον χλευασμόν ή να χαρακτηρισθώ ως αμαθής, αν όχι ως παράφρων;
β) Η κατά την χριστιανικήν διδασκαλίαν καταδίκη των καλλιεργούντων την αστρολογίαν και την αστρολατρείαν, των οποίων τα όρια δυσκόλως διεκρίνοντο από τα όρια της Αστρονομίας.
γ) Η κατά το πνεύμα της τότε εποχής προσήλωσις των σοφών μάλλον εις την άσκησιν των αρετών και δια της αφοσιώσεως εις τον Θεόν ρύθμισις του ανθρωπίνου βίου κατά το υπόδειγμα της ζωής του Χριστού.
Εν τούτοις, παρά την τοιαύτην κατεύθυνσιν αυτών, οι Βυζαντινοί σοφοί κατώρθωσαν να προσφέρουν εις τας θετικάς Επιστήμας εν γένει και ειδικώτερον εις την Αστρονομίαν κάτι, δια το όποιον δεν τοθς απεδόθη η προσήκουσα ευγνωμοσύνη.
Διεπόμενοι δηλονότι από το χαρακτηρίζον αυτούς εξονυχιστικόν πνεύμα, εμελέτησαν, διηρεύνησαν, συνεζήτησαν και τελικώς εξεκαθάρισαν από πάν αβάσιμον και υποβολιμαίον τον αμύθητον θησαυρόν, τον όποιον εκληροδότησεν εις αυτούς η σοφία τωνν προγόνων των και ούτω περιέσωσαν δια μέσου ατών αιώνων από μυρίους κινδύνους ανεπανόρθωτου καταστροφής σημαντικόν μέρος της πλουσιωτάτης πνευματικής παραγωγής των Αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων.
Αν και τίνες κατηγόρησαν την καθ' ημάς Ορθόδοξων Ανατολικήν Εκκλησίαν ως παρεμποδίσασαν την πρόοδον της Αστρονομίας, στηριζόμενοι επί της εναντίον των αστρολογούντων καταφοράς του Μ. Βασιλείου, υπάρχουν πλείστα επιχειρήματα πείθοντα ότι ουδέποτε η Ορθοδοξία απέστη της Επιστήμης. Περί τούτου μαρτυρεί ου μόνον η προσφυγή εις τους Αλεξανδρινούς αστρονόμους δια τον ακριβή καθορισμόν του Πάσχα, αλλά και τα ονόματα διαφόρων σοφών, οι οποίοι σοβαρώς εκαλλιέργουν την Αστρονομίαν, ως ο Λέων ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης και άλλοι, οίτινες επί σειράν ετών εδίδασκον την Επιστήμην των άστρων είτε εν τω Πανδιδακτηρίω της Κωνσταντινουπόλεως, είτε εν διαφόροις μοναχικαίς σχολαίς. Τέλος η αίγλη της εν Τραπεζούντι του Πόντου περιωνύμου Σχολής των Θετικών Επιστημών, ήτις κατά τον καθηγητήν Ιωάννην Παπαδόπουλον διετήρει και αστεροσκοπείον, χρησιμοποιούσα προς τούτο το πυργοειδές κωδωνοστάσιον των ναών του Αγίου Ευγενίου και της Αγίας Σοφίας, μαρτυρούν περιτράνως ότι η Αστρονομία όχι μόνον δεν διετέλεσεν εν διωγμώ εκ μέρους ατών Βυζαντινών, άλλα τουναντίον εκαλλιεργήθη υπ' αυτών ευρύτατα και επωφελέστα.
3) Η περιφορά αυτής και των πλανητών περί τον Ήλιον.Η αυγή της Ελληνικής αστρονομίας πρέπει να αναζητηθή την μυθικήν εποχήν και ειδικώτερον εις τους χρόνους της Αργοναυτικής εκστρατείας. Ταύτης συμμετέσχον ο Κένταυρος Χείλον, όστις φέρεται πρώτος κατασκευάσας σφαίραν απεικονίζουαν τους αστερισμούς, και ο μαθητής αυτού Ηρακλής, ο όποιος — κατά τίνα ερμηνείαν του μύθου περί αρπαγής των χρυσών μήλων των Εσπερίδων — συνεπλήρωσε τας περί την αστρονομίαν γνώσεις του, μαθητεύσας επί τι διάστημα πλησίον του Άτλαντος.
Από της εποχής εκείνης οι Έλληνες, όπως και προ αυτών οι Φοίνικες, διαπλέουσι τας θάλασσας, προσανατολιζόμενοι κατά τον πλουν δια παρατηρήσεως των άστρων και ειδικώτερον του Πολικού Αστέρος. Την συμβολήν των άστρων ζητούν μέχρι σήμερον τόσον οι θαλασσοπόροι, όσον και οι αεροπόροι, προς προσδιορισμόν του λεγομένου «στίγματος», ήτοι των γεωγραφικών συντεταγμένων του σκάφους καθ' ωρισμένην στιγμήν, με μόνην την διαφοράν ότι μεταχειρίζονται τώρα τελειότερα μέσα δια την επίτευξιν μεγαλύτερος ακριβείας.
Κατά τον 6ον π. Χ. αιώνα ο εκ των επτά σοφών της Ελλάδος Θαλής ο Μιλήσιος και ο Αναξίμανδρος εισάγουν εις την πατρίδα των τας αστρονομικός γνώσεις των Βαβυλωνίων και των Αιγυπτίων. Ο πρώτος εξ αυτών προλέγει έκλειψιν Ηλίου, βασιζόμενος επί του διέποντος τας εκλείψεις, και γνωστού εις τους Χαλδαίους νόμου, του λεγομένου Σάρου, ενώ ο δεύτερος διδάσκει την χρήσιν του γνώμονος και εγκαθίστα ηλιακόν ωρολόγιον εν Σπάρτη. Ο ίδιος παραδέχεται άτι η Γη είναι μεμονωμένη και μετέωρος εις το διάστημα, κατά τινάς δε άτι αύτη αποτελεί το κέντρον, του κόσμου, γενόμενος ούτως ο εισηγητής και ιδρυτής της λεγομένης γεωκεντρικής θεωρίας, την οποίαν εδίδαξεν επίσης και ο Πυθαγόρας, όστις εδέχετο την Γην ακίνητον εις το κέντρον του Κόσμου.
Ο Πυθαγόρας και οι μαθηταί του κατά τον 5ον π. Χ. αιώνα πρεσβεύουν ότι η Γη έχει σχήμα σφαιρικόν. Η αλήθεια αύτη, ήτις, ως φαίνεται, ανεκαλύφθη μεν υπό του Πυθαγόρου, αλλ' εδημοσιεύθη το πρώτον υπό του Παρμενίδου (513 π Χ ), συνήντησεν επί ένα περίπου αιώνα σημαντικάς αντιρρήσεις, μόλις δε επί της εποχής του Πλάτωνος εγένετο κτήμα της επιστήμης.
Εις τους Πυθαγορείους οφείλεται προς τούτοις η εξήγησις του φαινομένου των εκλείψεων και των φάσεων της Σελήνης, καθώς επίσης η έννοια των ίδιων κινήσεων των πλανωμένων άστρων, η ανάλυσις της κινήσεως του Ηλίου εις ημερήσιον και ετησίαν και ανάλογος ερμηνεία των κινήοεων της Σελήνης και, των πλανητών. Εν τη προσπαθεία των όμως όπως δώσωσι γεωμετρικήν εξήγησιν των κινήσεων των άστρων οι Πυθαγόρειοι παρεδέχοντο κατ' αρχήν άτι η κίνησις οιουδήποτε άστρου δεν δύναται παρά να αποτελή συνδυασμόν ομαλών κυκλικών κινήσεων. Το σφάλμα τούτο, το οποίον προρέκυψεν εκ της κρατούσης φιλοσοφικής αντιλήψεως περί της περιφερείας του κύκλου ως της τελειότατης καμπύλης, επεκράτησεν ατυχώς επί μακρόν, έσχε δε ως αποτέλεσμα το να καταστήση την εξήγησιν των ουράνιων φαινομένων επί μάλλον και μάλλον δυσχερή και πολύπλοκον.
Παρά την αρχικήν εν τούτοις δοξασίαν περί ακινησίας της Γης δεν εβράδυναν οι Πυθαγόρειοι να δεχθώσιν όλως διάφορον υπόθεσιν, διότι κατά τον Αριστοτέλη (Περί Ουρανού 13, 12) : «Πυθαγόρειοι... ἐπὶ μὲν γὰρ τοῦ μέσου πῦρ εἶναι φασὶ, τὴν δὲ Γῆν ἕν τῶν ἄστρων οὖσαν, κύκλῳ φερομένην περί τὸ μέσον». («Οι Πυθαγόρειοι λέγουν ότι εις το μέσον υπάρχει το πυρ, ή δε Γη, ούσα, εν εκ των άστρων, διαγράφει κύκλον πέριξ του κέντρου»), Εξ άλλου κατά τον Πλούταρχον οι Πυθαγόρειοι εθεώρουν την Γήν «κύκλω περὶ τὸ πῦρ αἰωρουμένην». Ως εισηγητής της θεωρίας ταύτης φέρεται ο περί τα τέλη του 5ου π. Χ. αιώνος ακμάσας μαθητής του Πυθαγόρου, ο Φιλόλαος, όστις εκθρονίσας την Γήν από το κέντρον του κόσμου, τοποθετεί εκεί αυτί της Γης πυρίνην σφαίραν, την «Εστίαν», κατά τινάς μεν διάφορον ίσως του Ηλίου, πιθανώτατα όμως υπονοούσαν αυτόν. Ούτως η Γη κατατάσσεται υπό του Φιλολάου μεταξύ των άστρων και υποτίθεται φερομένη μετά των λοιπών πλανητών εκ Δ. προς Α. περί την κεντρικήν Εστίαν.
Εν τη διερεύνησει των κινήσεων των πλανωμένων άστρων σπουδαίαν συμβολήν παρέχει ο διάσημος της αρχαιότητος Αστρονόμος Μέτων ο Αθηναίος (περί τα 432 π.Χ), όστις ανακαλύπτει τον εκ του ονόματος αυτού επικληθέντα Μετώνειον Κύκλον, ήτοι περίοδον 19 ετών, ήτις επαναφέρει τας φάσεις της Σελήνης κατά. τας ιδίας εποχάς του τροπικού έτους.
Ο Πλάτων (427—347 π. Χ.), μη δεχόμενος αρχικώς την θεωρίαν του Φιλολάου δια να σώση, ως έλεγε, τα φαινόμενα παραδέχεται άτι οι πλανήται κινούνται ομαλώς επί κυκλικών τροχιών, εχουσών κέντρον το κέντρον της Γης, παραβλέπει όμως τας κινήσεις κατά πλάτος και τας κατά μήκος ανωμαλίας.
Τελειοιποιών την διδασκαλίαν του Πλάτωνος ο Εύδοξος ο Κνίδιος (409—356 π.Χ.), όστις φέρεται πρώτος συγγραψάς περιγραφήν των αστερισμών συνέλαβε το σύστημα των ομοκέντρων σφαιρών. Κατά το σύστημα τούτο έκαστος πλανήτης κινείται δια συστήματος σφαιρών, ομοκέντρων προς την Γην εκάστη των οποίων περιστρέφεται περί μίαν των διαμέτρων της αμέσως επομένης σφαίρας, ούτω δε παράγονται αι μεταβολαί των πλατών. Ο Κάλλιππος (κατά τον 4ον π.Χ. αιώνα) προσθέτει νέας ομόκεντρους σφαίρας προς εξήγησιν των κατά μήκος ανωμαλιών, Τέλος ο Αριστοτέλης (384 —322 π.Χ.) παραδεχόμενος το σύστημα του Ευδόξου ως είχε συμπληρωθή υπό του Καλλίππου περιπλέκει αυτό ακόμη περισσότερον δια της προοθήκης νέων σφαιρών.
Το σύστημα εν τούτοις των ομοκέντρων προς την Γην σφαιρών. ως απεδεικνύετο εκ των παρατηρήσεων, δεν ηδύνατο να εξηγήση την περιοδικήν μεταβολήν της λαμπρότητος των πλανητων και ειδικώτερον του Άρεως, δοθέντος ότι κατά το σύστημα τούτο η από της Γης απόστασις των σωμάτων τούτων υπετίθετο σταθερά. Ως εκ τούτου κατά τον Πλούταρχον ο Πλάτων περί τα τέλη του βίου του, προμηθευθείς τα συγγράμματα του Φιλολάου, μετέβαλε γνώμην και αποδεχθείς την θεωρίαν του τελευταίου τούτου, φέρεται «μεταμέλλειν, ὡς οὐ προσήκουσαν ἀποδόντι τῇ Γῆ τὴν μέσην χώραν», δηλαδή μετενόησεν, επειδή έως τότε κακώς ετοποθέτει την Γην εις το κέντρον του κόσμου.
Την θεωρίαν των ομοκέντρων σφαιρών αποκρούων επίσης και ο μαθητής του Πλάτωνος και σύγχρονος του Αριστοτέλους Ηρακλείδης ο Ποντικός, ο επιλεγόμενος δια τας δοξασίας του παραδοξολόγος, απέδιδεν όπως και τίνες εκ των Πυθαγορείων της εποχής του οπαδοί του Ικέτα και του Εκφάντου την ημερησίαν περιστροφήν του ουρανού εις την περιστροφήν της Γης περί τον άξονα του κόσμου «κινούμενης ἑκάστοτε ἡμέρας μίαν ἔγγιστα περιστροφήν». Κατά τον Σιμπλίκιον η λέξις «ἔγγιστα» δηλοί ότι ο Ηρακλείδης είχεν υπ' όψιν του έκτος της ημερησίας κινήσεως του Ηλίου κατά την ανάδρομον φοράν και την ετησία κίνησιν αυτού επί της εκλειπτικής κατά την ορθήν φοράν. Ούτως ο Ηρακλείδης, όπως και ο Αρίσταρχος βραδύτερον, διέκρινον την αστρικήν ημέραν από της ηλιακής, θεωρούντες την πρώτην ως παριστώσαν την διάρκειαν της περιστροφής της Γης περί τον άξονα αυτής.
Εξ άλλου κατά τον Ευσέβιον (XV, 58) : «Ἡρακλείδης ὁ Ποντικὸς καὶ Ἔκφαντος ὁ Πυθαγόρειος κινοῦσι μὲν τὴν Γῆν, οὐ μήν γε μεταβατικῶς, ἀλλὰ τροπικῶς τροχοῦ δίκην ἐν ἄξονι στρεφομένην ἀπὸ δυσμῶν ἐπ' ἀνατολάς περί τὸ ἴδιον αὐτῆς κέντρον». («Ο Ηρακλείδης ο εκ Πόντου και ο Έκφαντος ο Πυθαγόρειος θεωρούν την Γην κινουμένην, χωρίς βεβαίως, να αλλάσση θέσιν, αλλά στρεφομένην, όπως ο τροχός περί τον άξονα του, από δυσμών προς ανατολάς περί το κέντρον αυτής») Την τοιαύτην περί άξονα περιστροφήν της Γης δέχεται και ο Πλάτων (Τίμαιος XII, 40 β), όστις λέγει: «Γῆν δε, τροφόν ἡμετέραν, εἱλομένην περὶ τὸν διὰ παντός πόλον τεταμένον φύλακα καὶ δημιουργόν νυκτός τε καὶ ἡμέρας ἐμηχανήσατο (ὁ Θεός)». («Ο Θεός επενόησεν την τροφόν μας Γήν, στροβιλιζομένην επί τόπου περί τον πόλον του παντός, φύλακα και δημιουργόν της νυκτός και της ημέρας»).
Σχολή της Αλεξανδρείας.
Μέχρι του 3ου π.Χ. αιώνος εκείνο το όποιον χαρακτηρίζει κυρίως την μελέτην του ουρανού είναι η θεωρητική ερευνά προς εξήγησιν των φαινομένων, από της εμφανίσεως όμως της πλειάδος των Αλεξανδρινά αστρονομίαν εγκαινιάζεται η περίοδος, καθ' ην επιδιώκεται η εκτέλεσις παρατηρήσεων μετά μείζονος ολονέν ακριβείας.
Οι κυριώτεροι εκπρόσωποι της Αλεξανδρινής Σχολής είναι οι ακόλουθοι:
Ο μέγας γεωμέτρης Ευκλείδης (320 π.Χ), όστις μεταξύ άλλων καθορίζει τους διαφόρους βασικούς κύκλους της ουράνιας σφαίρας δια τον προσδιορισμόν των συντεταγμένων των άστρων.
Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος (περί τα 230 π.Χ.), όστις ασχολείται εις τον προσδιορκτμόν του λόγου των αποστάσεων της Γης από του Ηλίου και της Σελήνης, ως και του λόγου των διαμέτρων των τριών τούτων σωμάτων.
Εις τον διάσημον τούτον μελετητήν των άστρων οφείλεται η τιμή της σαφούς και απεριφράστου διατυπώσεως της ηλιοκεντρικής θεωρίας, καθ' ην ο Ήλιος ευρίσκεται εις το κέντρον του κόσμου, η δε Γη μετά των λοιπών πλανητών φέρονται κύκλω περί αυτόν.
Ως είδομεν ήδη ανωτέρω, κατά τον Αριστοτέλη, οι Πυθαγόρειοι πάρεδέχοντο πολύ προ του Αριστάρχου την Γήν ως εν των άστρων και φερομένην κύκλω περί το μέσον, όπου υπέθετον εδρεύον το πυρ ή την Εστίαν. Όπως ορθώς ισχυρίζεται ο ημέτερος Ευγένιος Μ. Αντωνιάδης, δια των λέξεων «πυρ» και «Εστία» οι Πυθαγόρειοι νοούν τον Ήλιον, συμφώνως όμως προς τον παρ' αυτοίς κρατούντα μυστικισμόν και την συνήθειαν όπως μεταχειρίζωνται αλληγορικάς εκφράσεις ενασμενίζονται εις την έκφρασιν διαφόρων αληθειών κατά τρόπον συγκεκαλυμμένον και τοιούτον, ώστε η διδασκαλία βασικών αρχών της επιστήμης να μη παρουσιάζεται απροκαλύπτως διαφωνούσα προς παραδεδεγμένας θρησκευτικάς ή φιλοσοφικάς δοξασίας της εποχής των. Εις ενίσχυσιν της απόψεως ταύτης έρχεται το ακόλουθον χωρίον του Ευσεβίου, όστις, ως λέγει ο Ε. Μ. Αντωνιάδης, ων κάλλιον παντός άλλου γνώστης των αρχαίων συγγραμμάτων, αναφέρει ότι: «Φιλόλαος ὁ Πυθαγόρειος (λέγει τὴν Γῆν) κύκλῳ περιφέρεσθαι περὶ τὸ πῦρ κατὰ κύκλου λοξοῦ». Τοιούτος «κύκλος λοξὸς» είναι η περί τον Ήλιον υπό γωνίαν προς τον ισημερινόν διαγραφόμενη υπό της Γης εκλειπτική. Κατά τον Σιμπλίκιον (Σχόλια εις τα «Περί ουρανού» του Αριστοτέλους II, 13, 229 β) και ο Αρχιμήδης, «ταύτης τῆς δόξης γέγονε», δηλαδή συνεμερίσθη την δοξασίαν του Φιλολάου, όστις ούτω φέρεται ως πρώτος εισηγητής της ηλιοκεντρικής θεωρίας.
Απόπειρα ευρυτέρας γενικεύσεως της ηλιοκεντρικής θεωρίας δύναται να θεωρηθή ο τρόπος, καθ' ον Ηρακλείδης ο Ποντικός εξηγεί κατά τον Χαλκίδιον πώς η Αφροδίτη άλλοτε μεν φαίνεται την πρωΐαν ως Εωσφόρος ή Αυγερινός, άλλοτε δε την εσπέραν ως "Έσπερος ή Αποσπερίτης. Τα αυτά φαινόμενα λόγω περιφοράς περί τον Ήλιον παρουσιάζει και ο Έρμης κατά τας δοξασίας Θέωνος του Σμυρναίου, όστις παρεδέχετο υπάρχουσαν: «Τὴ σφαῖαν τοῦ Ἡλίου, περὶ δὲ ταὺτην την τοῦ Στίλβοντος (τοῦ Ἑρμοῦ) εἶτα δὲ ἀμφοτἐρας περιεληφῖαν... τὴν τοῦ Φωσφόρου (τῆς Ἀφροδίτης)».
Τέλος ο Πρόκλος ο Διάδοχος θεωρεί τον Ερμήν και την Αφροδίτην «δορυφορούντας» τον Ήλιον.
Κατά τον Ιταλόν αστρονόμον Σκιαπαρέλλι,, ο Ηρακλείδης ο Ποντικός παρεδέχετο περιφερόμενους περί τον Ήλιον όχι μόνον τους εσωτερικούς, άλλα και τους εξωτερικούς πλανήτας, ήτοι τον Άρη, τον Δία και τον Κρόνον. Αν και ο ισχυρισμός ούτος δεν φαίνεται απορριπτέος, εν τούτοις θα έπρεπε να γίνη δεκτός μετά μεγάλης επιφυλάξεως, δοθέντος ότι ουδεμία περί της βασιμότητος αυτού περιεσώθη μαρτυρία εις τα αρχαία κείμενα.
Εκείνο το όποιον οι Πυθαγόρειοι διετύπωσαν αλληγορικώς, ο Πλάτων εδίδασκε συγκεκαλυμμένως και ο Ηρακλείδης επρέσβευε πιθανώτατα, διετυπώθη ρητώς και απεριφράστως υπό του Αριστάρχου κατά σαφή και κατηγορηματικήν μαρτυρίαν πέντε αυθεντικών πηγών: του Αρχιμήδους, του Πλουτάρχου, του Σέξτου του Εμπειρικού, του Στοβαίου και ενός ανωνύμου σχολιαστού του Αριστοτέλους. Ιδού πώς ο μέγας της Αρχαιότητος γεωμέτρης, ο Αρχιμήδης, εκθέτει την θεωρίαν του Αριστάρχου: «Αρίσταρχος.... ὁ Σάμιος ὑποτίθεται γὰρ τὰ μὲν ἀπλανέα τῶν ἄστρων καὶ τὸν Ἅλιον μένειν «ἀκίνητον, τὰν. δὲ Γᾶν περιφέρεσθαι περὶ τὸν Ἅλιον κατὰ κύκλου περιφέρειαν, ὅς ἐστιν ἐν μέσω τῷ δρόμῳ κείμενος». («Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος υποθέτει ότι εκ των άστρων οι απλανείς και ο Ήλιος μένουν ακίνητοι, η δε Γη γράφουσα περιφέρειαν κύκλου φέρεται πέριξ του Ηλίου όστις ευρίσκεται εις το κέντρον της τροχιάς»). Επίσης κατά τον Πλούταρχον, ο Αριστοτέλης δέχεται : «Ἐξελίττεσθαι δὲ κατὰ λοξοῦ κύκλου τὴν Γῆν ἅμα καὶ περὶί τὸν αὑτής ἄξονα δινουμένην». («Ότι η Γη κινείται επί κύκλου λοξού συγχρόνως δε περιστρέφεται πέριξ του άξονος αυτής»). Κατά τον αυτόν συγγραφέα, και ο Σέλευκος παραδέχεται τα αυτά («Σέλευκος καὶ ἀποφαινόμενος»).
Όπως όταν ο Αναξαγόρας καταρρίπτων τας άστρολατρικας δοξασίας και διδάσκων ότι ο Ήλιος είναι «μύδρος διάπυρος», οι δε αστέρες δεν είναι θεότητες, άλλα «γεώδεις», δηλαδή σώματα όπως η Γη, κατεδικάσθη υπό των αντιπάλων του επί αθεία, ούτω και ο Αρίσταρχος κατηγορήθη δια τας δοξασίας του υπό του στωικού φιλοσόφου Κλεάνθους επί ασεβεία και κατεδικάσθη εις θάνατον «ὡς κινῶν τὴν τοῦ κόσμου ἑστίαν (τήν Γῆν) καὶ ταράσσων οὕτω τὴν ἠρεμίαν τῶν Ὀλυμπίων».
Η μεγαλοφυία του Αριστάρχου, ως φαίνεται εκ των υστέρων, προέτρεξε κατά πολύ της εποχής του τολμηρού και καινοτόμου τούτου μελετητού του ουρανού. Η ηλιοκεντρική θεωρία του, ελλείψει των απαραιτήτων στηριγμάτων, συνήντησεν ευθύς αμέσως όχι μόνον αντιρρήσεις, άλλα μάλλον αδιαφορίαν εκ μέρους των κάστοτε σοφών, οι όποιοι ή δεν ήθελον ή δεν ετόλμων να αποκτώσι της διδασκαλίας κορυφαίων εκπροσώπων της διανοήσεως οίοι ήσαν ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης. Ούτως η θεωρία του Αριστάρχου παρέμεινεν ως αιρετική ούτως ειπείν δοξασία, χωρίς εν τούτοις ούτε να λησμονηθή ούτε να παύση έχουσα οπαδούς, έστω και αν ούτοι απήρτιζον ολιγομελή τίνα μειοψηφίαν έναντί των αντιφρονούντων. Ότι η θεωρία του Αριστάρχου επέτησε δια μέσου των αιωνών συνάγεται εκ του γενονότος ότι μετά τον Σέλευκον, όστις ησπάζετο αυτήν κατά τόν 2ον π.Χ. αιώνα, εμφανίζεται ως ενστερνιζόμενος αυτήν και ο εστεμμένος φιλόσοφος και λάτρης της αρχαίας Ελλάδος αυτοκράτωρ του Βυζαντίου Ιουλιανός ο Παραβάτης ή αποστάτης (331—363 μ.Χ), στις εν συγγράμματι αυτού προς «Βασιλέα Ἥλιον» ομιλών περί του Ηλίου λέγει: «Οἵ τὲ γὰρ πλάνητες, εὔδηλον ὅτι περὶ αὐτόν δηλαδή τὸν Ἥλιον) χορεύοντες». («Είναι φανερόν ότι και οι πλανήται χορεύοντες περί αυτόν (δηλαδή τον Ήλιον)...»).
Έκτοτε η ηλιοκεντρική θεωρία του Αριστάρχου δεν φέρεται υποστηριζόμενη από ευθαρσείς υποστηρικτάς, ειμή μόνον υπό του καρδιναλίου Νικολάου Κούζα (1401—1464) και υπό του μοναχού Νικολάου Κοπερνίκου (1472—1543), όστις μάλιστα συστηματικώς αποσιωπών τα ονόματα των Ελλήνων φιλοσόφων και ειδικώτερον, το όνομα του Αριστάρχου, εμφανίζεται ως σφετεριστής της σπουδαίας ανακαλύψεως του Σαμίου αστρονόμου, η οποία κακώς φέρεται σήμερον πολλαχού ως «Κοπερνίκειον σύστημα κόσμου».
Ετέραν δόξαν της Αλεξανδρινής Σχολής αποτελεί ο Ερατοσθένης (270 π.Χ.), όστς τη βοήθεια αρθρωτών κύκλων, φερόντων διηρημένον άντυγα, μετρεί τας ισημερινάς συντειαγμένας των άστρων και προσδιορίζει την λόξωσιν της εκλειπτικής. Ο ίδιος, γνωστής ούσης της εις στάδια αποστάσεως μεταξύ Αλεξανδρείας και Συήνης (Ασσουάν), προσδιορίσας την διαφοράν των γεωγραφικών πλατών των δύο τούτων πόλεων, εύρε μέ καταπληκτικήν δια την εποχήν του ακρίβειαν το μήκος τόξου μιας μοίοας μεσημβρινού της Γης και συνεπώς τας διαστάσεις αυτής, γενόμενος ούτως ο πατήρ της Γεωδαισίας.
Σπουδαίαν ουμβολήν εις την σπουδήν του ουρανού προσφερει περί τα 240 π.Χ. ο Απολλώνιος δια των σπουδαίων μαθηματικών αυτού εργασιών επί των κωνικών τομών. Ούτος, προσπαθών να εξηγήση τα φαινόμενα των πλανητών, εισηγείσαι την χρήσιν των επικύκλων και των έκκεντρων. Το σύστημα αυτού παρεδέχθη βραδύτερον ο Ίππαρχος και συστηματοποίησε ο Πτολεμαίος. .
Όλως εξέχουσαν θέσιν εν τη καθόλου ιστορία της Ελληνικής Αστρονομίας κατέχει ο περί τα 130 π.Χ. ακμάσας Ίππαρχος ο εκ Βιθυνίας της Μικράς Ασίας. Ούτος είναι ο μέγιστος εκ των παρατηρητών της αρχαιότητος, δικαίως δε θεωρείται ως ο πατήρ της Αστρονομίας και ο πραγματικός θεμελιωτής αυτής. Εις τον Ίππαρχον αποδίδεται η ανακάλυψις της τριγωνομετρίας, η εισαγωγή της διαιρέσεως του κύκλου εις 360 μοίρας, η χρήσις των γεωγραφικών συντεταγμένων, η εφαρμογή της στενογραφικής προβολής κτλ.
Ασχολούμενος εις τον προσδιορισμόν της διαρκείας του τροπικού έτους και εις την μέτρησιν των εκλειπτικών συντεταγμένων των απλανών, ήχθη εις την θεμελιώδους σημασίας ανακάλυψιν του φαινομένου της μεταπτώσεων των ισημεριών επί του όποιου στηρίζεται όλόκληρον το σημερινόν οικοδόμημα της Αστρονομίας θέσεως.
Μεταξύ των σπουδαιότατων εργασιών του Ιππάρχου καταλέγονται και τα εξής: Ο προσδιορισμός της διαρκείας του τροπικού έτους, της ανισότητος τών ωρών του έτους, της θέσεως του απογείου του Ηλίου και των κατά μήκος ανωμαλιών της Σελήνης και του Ηλίου. Επί πλέον ο Ίππαρχος προσδιώρισε την παράλλαξιν της Σελήνης και την μέσην κίνησιν των πλανητών, υπελόγισε διαφόρους εκλείψεις και υπήρξεν ο πρώτος, όστις συνέταξε κατάλογον των απλανών, πράγμα το όποιον αποτελεί γεγονός άξιον θαυμασμού κατά τον Πλίνιον, όστις ιστορεί τα κατά τον θεμελιωτήν της Αστρονομίας.
Κατά τον 1ον π.Χ. αιώνα ακμάζει εν Αλεξάνδρεια ο Σωσιγένης, όστις κατέστη διάσημος δια την μεταρρύθμισιν του ημερολογίου, την οποίαν εξεπόνησεν εντολή του Ιουλίου Καίσαρος. Εις τον αυτόν αστρονόμον οφείλεται η ανακάλυψις των περιοδικών μεταβολών των φαινομένων διαμέτρων του Ηλίου και της Σελήνης.
Κατά τον 2ον μ. Χ. αιώνα εμφανίζεται νέα μεγίστου επιστημονικού κύρους φυσιογνωμία, ο Κλαύδιος Πτολεμαίος. Ούτος συγκεντρώνει και συμπληρώνει το έργον όλων των προκατόχων του και ειδικώτερον του Ιππάρχου. Τελειοποιεί την τριγωνομετρίαν και τα διάφορα όργανα ατών αστρονομικών παρατηρήσεων. Εξηγεί το φαινόυενον της μεταπτώσεως των ισημεριών και ανακαλύπτει νέαν ανωμαλίαν εν τη κινήσει της Σελήνης, την λεγομένην πορείαν. Μελετών τας κινήσεις των πλανητών προσδιώρισε την προς την εκλειπτικήν κλίσιν της τροχιάς εκάστου εξ αυτών, την θέσιν των αψίδων και τον λόγον των αξόνων των πλανητικών τροχιών προς τον άξονα της τροχιάς της Γης.
Το όλον περί την Αστρονομίαν έργον του Πτολεμαίου συνοψίζεται εν τω περιφήμω συγγράμματι αυτού, όπερ επιγράφεται: «Μεγάλη Μαθηματική Σύνταξις». Το σύγγραμμα τούτο επί 14 ολόκληρους αιώνας απετέλεσε την μόνην αυθεντικήν πηγήν αστρονομικών γνώσεων και εθεωρείτο ως το Ευαγγέλιον, ούτως ειπείν, της Αστρονομίας. Εξ αυτού εδιδάχθησαν την κατ' εξοχήν Ελληνικήν Επιστήμην των άστρων μαζί με άλλα στοιχεία πολιτισμού τόσον οι Άραβες, όσον και οι λαοί της Δύσεως. Οι πρώτοι μάλιστα τη βοηθεία αραβομαθών Βυζαντινών μετέφρασαν το σύγγραμμα του Πτολεμαίου και είχον αυτό εν κοινή χρήσει υπό το όνομα «Αλ-Ματζέστ» εκ του «ἡ Μεγίστη», όθεν πολλαχού η Μεγάλη Μαθηματική Σύνταξις του Πτολεμαίου φέρεται ως Αλμαγέστη.
Εν τω συγγράμματι τούτω ο Πτολεμαίος, θέλων να δώση ικανοποιητικήν ερμηνείαν εις τα φαινόμενα, τα όποια δεν ήτο δυνατόν να εξηγηθώσι τόσον δια της γεωκεντρίκής, όσον και δια της ήλιοκεντρικής θεωρίας, Εκθέτει νέον σύστημα κόσμου, ιδίας αυτού επινοήσεως, όπερ εκ του εισηγητού αυτού ωνομάσθη Πτολεμαϊκόν.
Κατά το σύστημα τούτο η Γη υποτίθεται ακίνητος εις το κέντρον του κόσμου. Πέριξ αυτής κινείται ο Ήλιος, διαγραφών εντός του έτους κυκλικήν τροχιάν την εκλειπτικήν. Προκειμένου περί των πλανητών, η κίνησις εκάστου εξ αυτών προέρχεται εκ του συνδυασμού δύο ομαλών κυκλικών κινήσεων. Έκαστος πλανήτης δηλονότι διαγράφει κινητόν κύκλον, τον λεγόμενον επίκυκλον, καθ' ον χρόνον το κέντρον του επικύκλου διαγραφεί περί την Γήν ως κέντρον έτερον κύκλον μεγαλύτερας ακτίνας, τον καλούμενον έκκεντρον. Τα μήκη ατών ακτίνων εκάστου επικύκλου και έκκεντρου λαμβάνονται αυθαιρέτως, ο λόγος όμως αυτών είναι ωρισμένας δι έκαστον πλανήτην. Τέλος προς εξήγησιν ατών βορείων και των νοτίων πλατών εκάστου πλανήτου υποτίθεται ότι το επίπεδον εκάστου έκκεντρου σχηματίζει μικράν γωνίαν μετά της εκλειπτικής, όπως επίσης και το επίπεδον εκάστου επικύκλου μετά του οικείου έκκεντρου και ότι ή γωνία αύτη μεταβάλλεται καθ' όσον το κέντρον του επικύκλου διαγράφει τον έκκεντρον.
Ούτως ο Πτολεμαίος δια συνδυασμών κινήσεων κατώρθωσε να «σώση τα φαινόμενα» και να επιτύχη λύσιν του προβλήματος των πλανητικών κινήσεων εξασφαλίζουσαν κάλλιον πάσης άλλης προγενεστέρας την συμφωνίαν μεταξύ υπολογισμού και παρατηρήσεως. Η λύσις αύτη. ως ικανοποιούσα τας απαιτήσεις των αστρονόμων δια μακράν σειράν αιώνων, εγένετο ασπαστή και ούτω το Πτολεμαϊκόν σύστημα παρέμεινεν εν ισχύϊ επί πολλάς εκατονταετηρίδας.
Παρά την διάδοσιν του Πτολεμαϊκού συστήματος δια του κύρους της Μεγάλης Συντάξεως, το σύστημα ατών ομοκέντρων σφαιρών, παρά την ανεπάρκειαν αυτού προς εξήγησιν θεμελιωδών φαινομένων, ηρίθμει πολλούς υποστηρικτάς επί δύο περίπου χιλιετηρίδας, επειδή ήτο σύμφωνον προς τας περί κόσμου ιδέας του Αριστοτέλους, του οποίου ουδείς ετόλμα να αμφισβητήση το κύρος. Η πάλη μεταξύ των δύο συστημάτων εξηκολούθησε μέχρι ατών μέσων περιττού του 16ου αιώνος, οπότε αμφότερα κατέπεσαν δια της οριστικής επικρατήσεεως του ηλιοκεντρικού συστήματος του Αριστάρχου, αχθέντος εις το φως υπό του εκ Θόρν της Πολωνίας μοναχού Νικολάου Κοπερνίκου.
Βυζαντινή περίοδος.
Γενικώς ειπείν από του θανάτου του Πτολεμαίου μέχρι του Κοπερνίκου η Αστρονομία παρέμεινεν επί 13 σχεδόν αιώνας στάσιμος και τούτο δια διαφόρους λόγους, εξ ων κυριώτεροι είναι οι έξης:
α) Το απρόσβλητον κύρος δύο γιγάντων της ανθρωπινής διανοήσεως, οίοι ήσαν ο Αριστοτέλης και ο Πτολεμαίος. Ποίος ηδύνατο να ισχυρισθή ότι αι δοξασίαι των ήσαν πεπλανημένοι, χωρίς να διατρέχη τον κίνδυνον να κίνηση τον χλευασμόν ή να χαρακτηρισθώ ως αμαθής, αν όχι ως παράφρων;
β) Η κατά την χριστιανικήν διδασκαλίαν καταδίκη των καλλιεργούντων την αστρολογίαν και την αστρολατρείαν, των οποίων τα όρια δυσκόλως διεκρίνοντο από τα όρια της Αστρονομίας.
γ) Η κατά το πνεύμα της τότε εποχής προσήλωσις των σοφών μάλλον εις την άσκησιν των αρετών και δια της αφοσιώσεως εις τον Θεόν ρύθμισις του ανθρωπίνου βίου κατά το υπόδειγμα της ζωής του Χριστού.
Εν τούτοις, παρά την τοιαύτην κατεύθυνσιν αυτών, οι Βυζαντινοί σοφοί κατώρθωσαν να προσφέρουν εις τας θετικάς Επιστήμας εν γένει και ειδικώτερον εις την Αστρονομίαν κάτι, δια το όποιον δεν τοθς απεδόθη η προσήκουσα ευγνωμοσύνη.
Διεπόμενοι δηλονότι από το χαρακτηρίζον αυτούς εξονυχιστικόν πνεύμα, εμελέτησαν, διηρεύνησαν, συνεζήτησαν και τελικώς εξεκαθάρισαν από πάν αβάσιμον και υποβολιμαίον τον αμύθητον θησαυρόν, τον όποιον εκληροδότησεν εις αυτούς η σοφία τωνν προγόνων των και ούτω περιέσωσαν δια μέσου ατών αιώνων από μυρίους κινδύνους ανεπανόρθωτου καταστροφής σημαντικόν μέρος της πλουσιωτάτης πνευματικής παραγωγής των Αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων.
Αν και τίνες κατηγόρησαν την καθ' ημάς Ορθόδοξων Ανατολικήν Εκκλησίαν ως παρεμποδίσασαν την πρόοδον της Αστρονομίας, στηριζόμενοι επί της εναντίον των αστρολογούντων καταφοράς του Μ. Βασιλείου, υπάρχουν πλείστα επιχειρήματα πείθοντα ότι ουδέποτε η Ορθοδοξία απέστη της Επιστήμης. Περί τούτου μαρτυρεί ου μόνον η προσφυγή εις τους Αλεξανδρινούς αστρονόμους δια τον ακριβή καθορισμόν του Πάσχα, αλλά και τα ονόματα διαφόρων σοφών, οι οποίοι σοβαρώς εκαλλιέργουν την Αστρονομίαν, ως ο Λέων ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης και άλλοι, οίτινες επί σειράν ετών εδίδασκον την Επιστήμην των άστρων είτε εν τω Πανδιδακτηρίω της Κωνσταντινουπόλεως, είτε εν διαφόροις μοναχικαίς σχολαίς. Τέλος η αίγλη της εν Τραπεζούντι του Πόντου περιωνύμου Σχολής των Θετικών Επιστημών, ήτις κατά τον καθηγητήν Ιωάννην Παπαδόπουλον διετήρει και αστεροσκοπείον, χρησιμοποιούσα προς τούτο το πυργοειδές κωδωνοστάσιον των ναών του Αγίου Ευγενίου και της Αγίας Σοφίας, μαρτυρούν περιτράνως ότι η Αστρονομία όχι μόνον δεν διετέλεσεν εν διωγμώ εκ μέρους ατών Βυζαντινών, άλλα τουναντίον εκαλλιεργήθη υπ' αυτών ευρύτατα και επωφελέστα.