ΖΩΔΙΑΚΟ ΚΑΙ ΑΝΤΙΖΩΔΙΑΚΟ ΦΩΣ.

ΖΩΔΙΑΚΟ ΚΑΙ ΑΝΤΙΖΩΔΙΑΚΟ ΦΩΣ.
Γενικά. Ωρισμένες εποχές του έτους εάν παρατηρήσουμε τον δυτικό ορίζοντα μετά τη δύση του ηλίου ή τον ανατολικό πρίν από το ξημέρωμα, και μακρυά από τα φώτα των πόλεων, θα διαπιστώσουμε την ύπαρξη ενός άσπρου διαχύτου φωτός αμυδρού μεν, αλλά ικανού να πέσει στην αντίληψή μας. Στην Ελλάδα ο φωτισμός αυτός παρατηρείται τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο μερικές φορές και μέχρι 15 Απριλίου κατά την δύση μετά από το τέλος του λυκόφωτος και μόλις φανούν οι αμυδρότεροι αστέρες. Παρόμοιο φαινόμενο παρατηρείται και πριν από το χάραμα στο ανατολικό ορίζοντα τον Οκτώβριο και Νοέμβριο. Ο διάχυτος αυτός φωτισμός ονομάζεται ζωδιακό φώς επειδή παρουσιάζεται πάντα κοντά στην εκλειπτική και την ζώνη των ζωδιακών αστερισμών.
Περιγραφή και όψη του ζωδιακού φωτός. Το ζωδιακό φώς παρουσιάζεται υπό μορφή κωνικής ατράκτου της οποίας η νοητή βάση είναι επάνω στον ορίζοντα ενώ το ύψος του φθάνει τις 45-50ο για τις περιοχές της Ελλάδος και το πλάτος της βάσεως που διχοτομεί την εκλειπτική τις 25-30 μοίρες. Ο φωτισμός δεν είναι κάθετος με τον ορίζοντα, αλλά παρουσιάζει κλίση όμοια με αυτήν που λαμβάνει η εκλειπτική επάνω από αυτόν. Σε χαμηλότερα γεωγραφικά πλάτη όπου η ζωδιακή ζώνη φαίνεται ότι απομακρύνεται από τον ορίζοντα, το ζωδιακό φώς παρουσιάζεται όλο και πιό κάθετα και παρατηρείται κατακόρυφα στους τόπους του ισημερινού. Αντίθετα αυτό δεν φαίνεται καθόλου στα βόρεια ή τα νότια γεωγραφικά πλάτη επάνω από 40 μοίρες όπου τείνει να γίνει παράλληλο με τον ορίζοντα.



Το ζωδιακό φώς είναι έντονο και σε ωρισμένες περιπτώσεις φθάνει συνολικά την λαμπρότητα της Σελήνης όταν αυτή είναι στη φάση του α’ τετάρτου παρατηρούμενο από τόπους του ισημερινού ενώ η λαμπρότητά του ελαττώνεται βαθμιαία όσο αυξάνεται το γεωγραφικό πλάτος και λόγω της ανατολής και δύσεώς του δεν είναι δυνατόν να παρατηρηθεί τις μεσονύκτιες ώρες. Το χρώμα του ζωδιακού φωτός είναι συνήθως άσπρο πρός σταχτί, μερικές φορές όμως παρουσιάζεται πορτοκαλλί ή κοκκινωπό όταν φαίνεται κοντά στον ορίζοντα.
Εξήγηση του ζωδιακού φωτός. Ο πρώτος που έδωσε την σωστή ερμηνεία του ζωδιακού φωτός είναι ο αστρονόμος Κασσίνι τον 17ον αιώνα. Κατά την εξήγηση αυτή, το φώς αυτό οφείλεται σε μια αραιοτάτη ύλη που αποτελείται από στερεά ή και αεριώδη σωματίδια με μορφή αραιού νέφους η οποία είναι διεσπαρμένη γύρω από τον ήλιο και κοντά σε αυτόν και στο επίπεδο της τροχιάς της γής. Το σχήμα του νέφους είναι φακοειδές και τα σωματίδια που το αποτελούν δίνουν αυτό το φώς επειδή αντανακλούν τις ηλιακές ακτίνες. Τα σωματίδια αυτά προέρχονται κυρίως από την διάλυση κομητών ή αστεροειδών.
Αντιζωδιακό ή αντηλιακό φώς. Είναι ένα πολύ αμυδρό φώς το οποίο παρατηρείται πάντοτε κατά την νύκτα στον ουράνιο θόλο στο ακριβώς αντίθετο σημείο όπου ευρίσκεται ο ήλιος και για να γίνει εμφανές απαιτείται η νύκτα να είναι πολύ σκοτεινή και η ατμόσφαιρα καθαρή και να μην υπάρχουν κοντά ούτε λαμπροί πλανήτες ακόμη όπως ο Άρης και ο Ζεύς. Το αντηλιακό φώς ομοιάζει σαν λευκό ελλειψοειδές νέφος μήκους 10-20ο και πλάτους 5-10ο εκτεινόμενο παράλληλα με την εκλειπτική.
©ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
Τόμος α΄ σελ.206
==============