Το ζωδιακό φώς είναι έντονο και σε ωρισμένες περιπτώσεις φθάνει συνολικά την λαμπρότητα της Σελήνης όταν αυτή είναι στη φάση του α’ τετάρτου παρατηρούμενο από τόπους του ισημερινού ενώ η λαμπρότητά του ελαττώνεται βαθμιαία όσο αυξάνεται το γεωγραφικό πλάτος και λόγω της ανατολής και δύσεώς του δεν είναι δυνατόν να παρατηρηθεί τις μεσονύκτιες ώρες. Το χρώμα του ζωδιακού φωτός είναι συνήθως άσπρο πρός σταχτί, μερικές φορές όμως παρουσιάζεται πορτοκαλλί ή κοκκινωπό όταν φαίνεται κοντά στον ορίζοντα.
Εξήγηση του ζωδιακού φωτός. Ο πρώτος που έδωσε την σωστή ερμηνεία του ζωδιακού φωτός είναι ο αστρονόμος Κασσίνι τον 17ον αιώνα. Κατά την εξήγηση αυτή, το φώς αυτό οφείλεται σε μια αραιοτάτη ύλη που αποτελείται από στερεά ή και αεριώδη σωματίδια με μορφή αραιού νέφους η οποία είναι διεσπαρμένη γύρω από τον ήλιο και κοντά σε αυτόν και στο επίπεδο της τροχιάς της γής. Το σχήμα του νέφους είναι φακοειδές και τα σωματίδια που το αποτελούν δίνουν αυτό το φώς επειδή αντανακλούν τις ηλιακές ακτίνες. Τα σωματίδια αυτά προέρχονται κυρίως από την διάλυση κομητών ή αστεροειδών.
Αντιζωδιακό ή αντηλιακό φώς. Είναι ένα πολύ αμυδρό φώς το οποίο παρατηρείται πάντοτε κατά την νύκτα στον ουράνιο θόλο στο ακριβώς αντίθετο σημείο όπου ευρίσκεται ο ήλιος και για να γίνει εμφανές απαιτείται η νύκτα να είναι πολύ σκοτεινή και η ατμόσφαιρα καθαρή και να μην υπάρχουν κοντά ούτε λαμπροί πλανήτες ακόμη όπως ο Άρης και ο Ζεύς. Το αντηλιακό φώς ομοιάζει σαν λευκό ελλειψοειδές νέφος μήκους 10-20ο και πλάτους 5-10ο εκτεινόμενο παράλληλα με την εκλειπτική.
©ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
Τόμος α΄ σελ.206
==============